Πως ένα σύντομο βιογραφικό μετατρέπεται
σε μιά ιστορία σε συνέχειες.

Εισαγωγή

To να γράψει ένας άνθρωπος το βιογραφικό του δεν είναι και τόσο εύκολο. Πολλές φορές όταν προορίζεται να διαβαστεί από κάποιον συγκεκριμένο αποδέκτη (εταιρία, τράπεζα, Δημόσιο, προϊστάμενο), με δυο λόγια όταν καίγεται να πείσει ή  να σαγηνεύσει,  τότε θα πρέπει να λάβει υπ’ όψη του και τις προτιμήσεις του μέλλοντος  αναγνώστη και κριτή. Άλλες πάλι φορές το βιογραφικό  έχει λιγότερη χρησιμότητα αλλά περισσεύει από ναρκισσισμό. Ελάχιστες  φορές χαρακτηρίζεται από σαφήνια, σεμνότητα και λιτότητα.

Λόγω των πολλών δραστηριοτήτων μου, δέν είχα ποτέ ένα τυποποιημένο βιογραφικό. Κάθε φορά περιέγραφα αυτά που αφορούσαν την συγκεκριμένη περίπτωση. Σκέτη αφασία δηλαδή. Αλλιώς βιογραφόμουν σαν επιχειρηματίας, αλλιώς σαν designer, αλλιώς σαν ξενοδόχος, αλλιώς  σαν συνδικαλιστής του Τουρισμού, αλλιώς σαν ταξιδευτής του Αρχιπελάγους. Βέβαια όλες αυτές οι ιδιότητες συνυπήρχαν μέσα μου, αλλά πόσο κουραστικό ήταν να πρέπει κάθε φορά να επιλέγω τί να γράψω. Προφανώς όμως ήταν πολύ δυσκολότερο να διαλέξω ποια ζωή να ζήσω. Ο εαυτός  μου εμφανιζόταν καθε φορά a la carte.

Αυτή την φορά το βιογραφικό είναι αυτοεξομολογητικό,  μου πήρε ένα χρόνο να σκεφτώ τί να περιέχει, άρχισε να γράφεται για τις ανάγκες της ιστοσελίδας μου, αλλά πρωταρχικά για τις ανάγκες του εαυτού μου.

Στο ξεκίνημα, κάθε αρχή και δύσκολη, παρέα μου είχα δυό μπουκάλια κρασί, το Parios Oinos του Μωραϊτη και τη Santorini του Σιγάλα (δεν είναι διαφήμιση…), τα δυό αγαπημένα μου  κρασιά από το Αρχιπέλαγος. Εκτιμώ ότι κάμαν καλά τη δουλειά τους. Γιατί  ευχαριστήθηκα  το γράψιμο και έτσι αποφάσισα να το συνεχίσω.

Το σύντομο βιογραφικό έμελε να εξελειχθεί μπροστά μου σαν μια ταινία, που ο σκηνοθέτης της την γυρίζει χωρίς εμμονή στο σενάριο, αλλά με μεγάλη πίστη στους χαρακτήρες

Περί αρχοντιάς

Γεννήθηκα στις  21 Μαρτίου του 1954 στην Αθήνα. Στην ταυτότητα μου αναγράφεται 1 Γενάρη 1954, γιατί  οι γονείς θέλησαν να κερδίσω χρόνο, αλλά πραγματικά δεν θυμάμαι τι τον έκαμα.

Η συγχωρεμένη μανούλα μου, παρ’ όλες τις πιέσεις μου, δεν κατόρθωνε να θυμηθεί την ακριβή ώρα. Εκεί γύρω στο μεσημέρι μου έλεγε.

«Ρε μανούλα, σε ξορκίζω θυμήσου καλά. Πρίν τις δώδεκα ή μετά; Ξέρεις, είναι πολύ σημαντικό».

» Γίοκα μου πού να θυμάμαι; Ξύπνησα από νάρκωση και ήταν μεσημέρι. Θυμάμαι όμως καλά, τώρα που με πιέζεις να θυμηθώ, ότι ο αδελφός μου μύριζε σουβλάκι όταν με επισκέφτηκε  στο μαιευτήριο για να με συγχαρεί».

Το στοιχείο αυτό ήταν πολύ καθοριστικό. Ο Λεωνίδας Χαλκούσης, ένας απόγονος της μεγάλης Χιώτικης οικογενείας των Χαλκούσηδων δεν ήταν ποτέ δυνατόν να φάει σουβλάκι, αμέσως μετά το πρωϊνό, και έτσι οι περισσότερες πιθανότητες συγκλίνουν στο να είμαι Κριός και όχι  Ψαράκια, αφού η αλλαγή των  δυό ζωδίων γίνεται το μεσημέρι της 21ης Μαρτίου.

Πάντως καλού κακού όταν μου λέγαν την μοίρα μου και τα ζώδιά μου ενημερωνόμουνα και για τα δυό.

Αν πρέπει να σταθώ σε μιά εικόνα που μένει ανεξίτηλη στην μνήμη μου απο την παιδική μου ηλικία ήταν τα γεύματα στο σπίτι του παππού. Ο παππούς Λορέντζος Χαλκούσης, πατέρας του Λεωνίδα που είχε τολμήσει να φάει σουβλάκι όταν με πρωτοσυνάντησε νεογέννητο, ζούσε στα προσφυγικά στο Περισσό. Με καταγωγή από την Χίο ήταν μεγαλέμπορας της Ελληνικής παροικίας της Κωνστάντζας στη Ρουμανία. ΄Εστελνε στάρια στην Ελλάδα και έφερνε λάδια, πορτοκάλια και άλλα φρούτα σ’ όλη την περιοχή των Βαλκανίων. Ο βιός του ήταν ίδιος με αυτόν του Δανιηλόπουλου του πρωταγωνιστή του εξαίσιου μυθιστορήματος της Μαριάννας Κορομηλά «Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα».

Ο Χαλκούσης και Δανιηλόπουλος είχαν σπίτια αντικριστά στην Κωνστάντζα, ήσαν καρδιακοί φίλοι και πέρασαν ακριβώς τις ίδιες περιπέτειες. Δυό σύγχρονοι Οδυσσείς.

Εγώ μικρός σε ηλικία δέκα χρονών δέν χαμπάριαζα τίποτα απ’ αυτές τις ιστορίες. Το μόνο που θυμάμαι ήταν η ιεροτελεστία με την οποία τρώγαμε μέσα στο μικρό προσφυγικό την αμερικάνικη βοήθεια όταν συχνά τους επισκεπτόμουνα. Ένα τυρί κίτρινο, φακές, ψωμί και λίγο κρασάκι. Βέβαια πρωταγωνιστές του γεύματος στο μυαλό μου ήταν οι επάργυροι κρίκοι που περιέβαλαν τις λινές πετσέτες με τις οποίες σκουπιζόμασταν, από τα σπάνια αντικείμενα που κατάφεραν να φέρουν από την Ρουμανία όταν εξεδιώχθηκαν από τους κομμουνιστές. Μικρό παιδάκι μίσησα τους κομμουνιστές για το κακό που κάμαν στο παππού και την γιαγιά.

Κατά την διάρκεια του «υπερπλούσιου» γεύματος  συζητάγαμε για διάφορα ζητήματα του παρόντος και του παρελθόντος. Ρουφούσα με απληστία τις ιστορίες τους. Τα ταξίδια του παππού, τα τσάγια των κυριών  του Φιλοπτώχου, της γιαγιάς στην Ρουμανία, τις δύσκολες στιγμές της προσφυγιάς, χωρίς να υπάρξει από την πλευρά τους η παραμικρή γεύση παράπονου ή στεναχώριας για αυτά που  τραβήξαν. Όλα όσα συνέβησαν ήταν ζωή τους. Με τα πάνω τους και τα κάτω τους. Κάθε φορά που αναχωρούσα από το σπίτι τους, για να πάω με τα πόδια στο δικό μου ένιωθα μιά απίστευτη πληρότητα. Είχα κάνει ένα γεύμα με άρχοντες. Από τότε, αλήθεια το λέω, άρχισε να διαμορφώνεται μέσα μου η έννοια του πλούτου και της αρχοντιάς. Πλούσιος είναι αυτός που δεν του λείπει τίποτα, ανεξαρτήτως αν έχει χρήματα ή όχι και άρχοντας είναι αυτός που καταφέρνει με την συμπεριφορά του να φέρνει τους μπαγάσηδες και τους μικροπρεπείς στο επίπεδό του. Πολύ αργότερα,  έμαθα ότι η αρχοντιά συνοδεύεται  και από την ικανότητα να δίνεις στους γύρω σου χαρά.

Από τότε με γοήτευαν οι άρχοντες άνθρωποι.

Και είχα την τύχη να γνωρίσω πολλούς. Κατ’ αρχήν τους δασκάλους μου. Συνήθως συνδύαζαν το ήθος τους, με μιά βαθειά προσήλωση στο λειτούργημά τους και την ανησυχία για την προσέγγιση της γνώσης.

Από την Λεόντειο τους καθηγητές μου, φιλολόγους Κατσάνη και Γρυπάρη, από τον Δοξιάδη τους ζωγράφους Μυταρά, και Ζουμπουλάκη. Στο Παρίσι από τους Έλληνες  «δασκάλους», στο πανεπιστήμιο  της Vincennes τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, το Νίκο Πουλαντζα, τον Κώστα Βεργόπουλο, το Κώστα Ζουράρη τους και από τους ξένους τον   Lyotard,  τον Chattelet,  τον Gunter Frank. Στο υποδέλοιπο Παρίσι θυμάμαι πως φοιτητές από διαφορετικά πανεπιστήμια συνωστιζόμασταν να παρακολουθήσουμε τις παραδόσεις ή τις διαλέξεις του Νίκου Σβορώνο, του Νίκου Παναγιωτόπουλου, της Αρβελέρ και του Κορνήλιου Καστοριάδη αλλά και του Rolan Barthes, του Michel Foucault και του  Samir Amin.

Ο κήπος με τις αχλαδιές

Καθώς άρχισα  να κάμω τα άλματα στο παρελθόν και να οργανώνω τις χρονικές περιόδους  της ζωής μου κατά ενότητες και θέματα, ένας ορμητικός χείμμαρος από αναμνήσεις με κατέκλυσε. Καθώς άνοιγαν ένα-ένα τα συρταράκια του μυαλού μου, εκατοντάδες εικόνες, μερικές  από τις οποίες εμφανίζονταν για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, άρχισαν να τρέχουν με κινηματογραφική ταχύτητα από μπροστά μου. Πώς είχε συμβεί και τόσα γεγονότα, τόσοι ανθρωποι και τόσα συναισθήματα να έχουν καταχωνιασθεί για τόσο καιρό;

Σκηνές από τα παιδικά μου χρόνια, την 32μηνη θητεία μου στο Ναυτικό, από τις σπουδές μου στο  Παρίσι, τη σχέση που’χα με τις κατασκευές, το ξύλο και το έπιπλο, θύμησες από τη μεγάλη περιπέτεια του Κατοικείν και του Νέου  Κατοικείν, από την εγκατάσταση μου στις Λεύκες της Πάρου και τη δημιουργία του Lefkes Village, σκηνές με  την οικογένεια μου και άλλα αγαπημένα πρόσωπα.  Κι έπειτα, η οριστική αποχώρησή μου από τις δραστηριότητες της Αθήνας, τα ταξίδια μου στα νησιά του Αιγαίου  και η εμπλοκή μου με το γράψιμο.

Το σπίτι που μεγάλωσα βρίσκονταν στον Περισσό. Ο πατέρας μου, ήταν βιοτέχνης επιπλοποιός. Στο ισόγειο είχε το εργαστήρι του και στον όροφο την κατοικία του. Γύρω από το κτίριο υπήρχε ένας μεγάλος κήπος με αχλαδιές, τις οποίες πότιζα μικρός συχνά-πυκνά γιατί μ’αρέσαν πολύ τ’αχλάδια. Κάθε χρόνο όμως οι αχλαδιές περιορίζονταν, γιατί οι δουλειές του πατέρα μεγάλωναν και το εργαστήρι επεκτεινόταν. Θυμάμαι την στεναχώρια μου κάθε φορά που έπρεπε να κοπούν τα δενδράκια για να στεγαστούν οι αποθήκες ξυλείας. Οι επεκτάσεις αυτές σκεπάζονταν με λαμαρίνες, αυθαίρετες κατασκευές φυσικά, και το χειμώνα από κάτω το κρύο έτσουζε. Η καταστροφή αυτή ολοκληρώθηκε στα χρόνια μου, γύρω στο 1985, όταν στα πλαίσια των αναπτυξιακών μου ανησυχιών κατασκεύασα ένα πενταόροφο κτίριο – νόμιμα πιά, γιατί η ερημιά της γειτονιάς μου, βοσκότοποι ήταν γύρω μας τα χωράφια, είχε μετατράπει σε  περιοχή με άρτια και οικοδομήσιμα οικόπεδα  – το οποίο όχι μόνο εξολόθρευσε και την τελευταία αχλαδιά, αλλά και φορέθηκε καπέλο στην πατρική οικία. Θα επανέλθουμε αργότερα στην εξαιρετική αυτή ιστορία, στο κεφάλαιο του Κατοικείν.

Από τα παιδικά μου χρόνια, θυμάμαι τις αχλαδιές του κήπου μας, τις κακές λαμαρίνες, τα καλά προβατάκια της γειτονιάς, τα μαλλιοτραβήγματα με τις δίδυμες αδελφές μου και τον γιό του γαλατά, στην ηλικία μου περίπου, που μας έφερνε κάθε μέρα το φρέσκο γάλα και το γιαούρτι. Ο πατέρας του, με το τσιγκελωτό μουστάκι, δεν με χώνευε και πολύ γιατί ο Μπάμπης, έτσι τον ελέγαν τον γιό του, όταν έφθανε στο σπίτι μας, παρατούσε τα γάλατα και τα κεσέδια με το γιαούρτι κατά γής και πιάναμε το ποδόσφαιρο, ανάμεσα στις αχλαδιές, με αποτέλεσμα να καθυστερεί τη διανομή, όχι πάντα χωρίς αβαρίες για τα πήλινα τσουκάλια και τους κάδους με το γάλα. Τα μάτς μέσα στον κήπο ήταν συναρπαστικά, όμως θυμάμαι ότι τις περισσότερες φορές με νικούσε και ψιλοτσατιζόμουν. Οταν αργότερα, ο Μπάμπης, Υφαντής το επώνυμό του, έγινε ποδοσφαιριστής του Απόλλωνα και πήρε μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, κατάλαβα ότι νικιόμουν από παίκτη κλάσεως  και εκ των υστέρων παρηγορήθηκα. Όταν εγώ έλειπα στο μάθημα των γερμανικών, ο Μπάμπης έπαιζε με τις δυό μικρότερες αδελφές μου μήλα. Ναι, η μάνα μου και ο πατέρας μου ήθελαν σώνει και καλά, ήδη από τα τέσσερά μου, να μου μάθουν Γερμανικά, ήταν λέει η γλώσσα του μέλλοντος. Εγώ για να τους εκδικηθώ,  όταν μ’έστειλαν εννιά χρονών μόνο μου, με τ’αεροπλάνο στην Γερμανία σε μια κατασκήνωση στου διαόλου τη μάνα, για να στρώσει τάχαμε η γλώσσα μου, ερωτεύτηκα σφόδρα μια Γαλλίδα, το μοναδικό μη Γερμανάκι παιδί της κατασκήνωσης, και μαζί της ερωτεύτηκα τη γαλλική γλώσσα. Στην επιστροφή μου, αντί να έχω στρώσει τα γερμανικά μου, μιλούσα ορεξάτος φαρσί τα γαλλικά που είχα μάθει «je vous aime, je vous adore, qu’ est-que vous voulez encore?» κι έτσι οι  γονείς μου αναθεώρησαν προς μεγάλη θλίψη του πατέρα μου όλα τα προγράμματα εκμάθησης της γερμανικής. Ηταν η πρώτη μου επανάσταση.

Η επικύρωση της στρατηγικής ζωής μου ολοκληρώθηκε στις εξετάσεις για το Γυμνάσιο,  με την παταγώδη αποτυχία μου στις εισαγωγικές της Γερμανικής Σχολής και την θριαμβευτική επιτυχία μου στο Λεόντειο Λύκειο.


Μαΐου 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  

cover4.gif

paros-cover.gif