Mε αφορμή μιά πετυχημένη μου αποστολή στην Κω και τον εντοπισμό πανέμορφων παραδοσιακών καφενείων, ας ομολογήσω –για όσους δεν το γνωρίζουν ακόμα- οτι η έρευνα μου για τα καφενεία των νησιών του Αιγαίου βρίσκεται σε καλό σημείο. Οπόταν μπορώ να παρουσιάζω -που και που- κανένα απόσπασμα ξεκινώντας άμεσα απο ένα μέρος της εισαγωγής! Φυσικά με φωτογραφίες απο καφενεία του νησιού.
Η γνωριμία μου με τα καφενεία του Αιγαίου έγινε με έναν ασυναίσθητο και χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια τρόπο. Τόσα χρόνια που ταξιδεύω και γράφω για το Αιγαίο Πέλαγος τα καφενεία αποτελούσαν πάντα ένα σημαντικό σταθμό των ερευνών μου. Εδώ θα ξαπόστανα όταν έφθανα σ’ ένα χωριό και δώ θα έπαιρνα τις πρώτες μου πληροφορίες. Εδώ θα με περιμέναν -όταν με περιμέναν- οι κάποιοι γνωστοί ή οι πληροφοριοδότες μου. Ραντεβού στο καφενείο του χωρίου. Εδώ θα καταστρωνόνταν τα σχέδια δράσης και εδώ η αρχική αμήχανη μοναξιά του νεοφερμένου, θα ξεπερνιόταν σε λίγο, καθώς ένας-ένας οι θαμώνες θα με περικυκλώναν γιά να μου δώσουν κι αυτοί με χαρά τις πληροφορίες που γνώριζαν για να με βοηθήσουν. Και τα βράδυα μετά την λήξη των διάφορων αποστολών, όταν επέστρεφα αποκαμωμένος στο καφενείο εξιστορώντας τα “κατορθώματα” μου και επιβεβαιώνοντας τα στοιχεία που μου έδιναν και την ορθότητα των κατευθύνσεων τους, εδώ ανάμεσα σε μεζέδες και σε ρακές γλεντούσαμε τις ερευνητικές επιτυχίες μου. Αλλά πιό πολύ γλεντούσαμε τη χαρά της γνωριμίας μας.
Φυσικά δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στο βιβλίο μου “Σημάδια του Αιγαίο” τα καφενεία αποτελούσαν ένα απο τα χαρακτηριστικά σημάδια της ταυτότητας των νησιών του Αρχιπελάγους. Θάλεγα δε, ότι το κεφάλαιο “Καφενεία” ήταν το πιό βιωματικό, και ήταν αυτό είχε προκαλέσει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο αναγνωστικό κοινό. Ίσως γιατί τα καφενεία παραμένουν ακόμα τόποι ζωής, τόποι ποιότητας σχέσεων, τόποι που διατηρούν ακόμα τη διαφάνεια τους, την αμεσότητά τους και την καθαρότητά τους.
Η σχέση μου με τα καφενεία έγινε πιό στενή στα επόμενα ταξίδια οταν επιτάχυνα την έρευνα για τα “Πανηγύρια στο Αιγαίο”. Εκεί, εκτος των προηγούμενων χρήσεων του καφενείου, έμαθα πολλά για το ρόλο των καφετζήδων στην οργάνωση των πανηγυρίων τα παλιά χρόνια, καθώς πολλές φορές ήταν αυτοί που “κλείναν” τους μουσικούς, μετέφεραν τα τραπεζοκαθίσματα, τα τρόφιμα και τα ποτά στο τόπο του πανηγυριού. Στα καφένεια μετά απο κάθε σύγχρονο πανηγύρι θα σχολιάζονταν τα καθέκαστα και τα παραλειπόμενα. Εδώ στα καφενεία συνεπαρμένος, θα γνώριζα την μουσική παιδεία των Ολυμπιτών της Καρπάθου και τους τραγουδιστικούς τους διαλόγους υπο την συνοδεία της λύρας.
Τον πρώτο μου καφενέ τον θυμάμαι κοντά στα πέντε μου, οταν ο παπούς μου στην απογευματινή βόλτα μας, συνήθιζε να με κερνάει σε έναν χώρο σκοτεινό, γεμάτο άνδρες, με καπνούς, φωνές και τραγούδια απο ένα μηχάνημα που έβαζες δραχμές για να επιλεχθούν δίσκοι μουσικής αλλά μόνιμα βγαίναν ενός που τραγουδούσε με βαριά φωνή “Θα φύγω μανούλα θα παω στα ξένα”. Νέα Ιωνία γαρ δεκαετία του 1960. Δεν ένιωθα πολύ όμορφα, αλλά θυμάμαι τη λαχτάρα της άφιξης του “υποβρυχίου” αυτής της κάτασπρης –σκέτη παραφωνία με το βρώμικο, για τα παιδικά γούστα μου λόγω καπνών, περιβάλλοντος- γλυκιάς, δροσερής λιχουδιάς στο κουταλάκι που ήταν μέσα στο ποτήρι με το νερό.
Αργότερα στα δεκαεπτά μου ένα καλοκαίρι, δοκίμασα την τελετουργία της ρακοκατάνιξης στη Σκοπέλο. Ημουνα με τον πρώτο μου έρωτα μιά δεκαπεντάχρονη κοπελούδα, το πρώτο μας ταξίδι μόνοι μας, και καθίσαμε για ρακές σ’ ένα καφενεδάκι στο λιμάνι. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα ποτέ πιεί πάνω από ένα-δυό ποτήρια ούζου. Ήλθε το πρώτο καραφάκι τσίπουρου –οι Σποράδες είναι επηρεασμένες απο τον Βόλο όπου η ρακή λέγεται τσίπουρο- με τον μεζέ, ήρθε το δεύτερο και αυτό μας έκανε εντύπωση γιατί οτι ο μεζές ήταν διαφορετικός, όπως ορίζει το τοπικό έθιμο. Παρατηρήσαμε ότι γύρω μας όλοι οι μεζέδες ήταν διαφορετικοί, παραξενευτήκαμε και είπαμε να τους δοκιμάσουμε, πίνοντας και τα αναγκαστικά καραφάκια. Αρχίσαμε να παραγγέλνουμε αβέρτα τσίπουρα, ο καφετζής μας σέρβιρε κρυφοχαμογελώντας για το εγχείρημά μας. Η ώρα περνούσε όμορφα με την κουβεντούλα, ερωτευμένοι γαρ, οι μεζέδες υπέροχοι, τα τσίπουρα ευκολόπιοτα. Θά χαν περάσει δυο-τρείς ώρες, οπόταν το δέκατο τρίτο καραφάκι κατέφθασε με ένα μαρουλόφυλλο. Βλέποντας την έκπληξη μας ο καφετζής μας μάλωσε: “Δεν έχετε το Θεό σας παλιόπαιδα, μέχρι εδώ φθάναν οι μεζέδες μου. Φάτε το μαρουλόφυλλο και πηγαίντε σπίτι σας”. Επίλογος. Ένας Θεός ξέρει πως φθάσαμε στο ξενοδοχείο, αλλά αυτό που θυμάμαι καλά ότι το ξύλο που έφαγα από την Ελένη – την κοπέλα μου- ανάμεσα σε γέλια και κλάματα ήμασταν σούρα- ήταν ξύλο για όλες τις επόμενες αμαρτίες της ζωής μου.
Τα κριτήρια για την επιλογή των καφενείων που θα διάλεγα κτίστηκαν σιγά σιγά. Προφανώς μετρούσε πολύ το αισθητικό αποτέλεσμα δηλαδή το κτίριο με την διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου, την διακόσμηση, τα αντικείμενα οι φωτογραφίες όπου αποτυπωνόταν η ταυτότητα του τόπο. Ο καφετζής, το κύρος του, η προσωπικότητά του, η ποιότητα των μεζέδων. το κοινό του, οι παρέες του και η παράδοση του χώρου σε γλέντια και δρώμενα. Κάποια στιγμή καθώς τα επεξεργαζόμουν για να τα κωδικοποιήσω, μου ΄λθε σαν αναλαμπή η αναγκαία συνθήκη επιλογής. Ο καφές να είναι ελληνικός και να μην στοιχίζει πάνω απο ένα-ενάμιση ευρώ γιατί δεν μπορεί να χρεώσεις παραπάνω την ανθρώπινη παρέα. Φανταστείτε τους συνταξιούχους μεσημέρι βράδυ πόσους καφέδες πρέπει να πίνουν και να πληρώνουν μηνιαίως για να βρίσκονται με τη παρέα τους.
Καφενεία όλα αυτά τα χρόνια πρέπει να επισκέφτηκα γύρω στα πεντακόσια, η επιλογή ήταν δύσκολη. Προσπάθησα στην τελική επιλογή μου να μορφοποιήσω ένα χαρακτηριστικό δείγμα που να συμπεριλαμβάνει καφενεία απο πολλά νησιά, διαφορετικές εποχές και σε χαρακτηριστικές φάσεις όπως πχ αποκριές, γιορτές κλπ.
Η προτίμηση μου βέβαια έγειρε προς τα παλιά καφενεία εκείνα όπου
η ηλικία των καφεντζήδων ήταν γύρω στα ογδόντα χρόνια. Συναντήσα και 90ρηδες. Όλοι αυτοί που γεννήθηκαν στο πρώτο τέταρτο του αιώνα, έζησαν πράγματα και καταστάσεις: την Κατοχή, τον Εμφύλιο, την περίοδο του “πολιτισμού της φτώχειας”1950-1970, την περίοδο της “τουριστικής ανάπτυξης 1970-1990 , και της 1990-2010 “καταναλωτικής λαίλαπας”… Ε, αυτοί όλοι είχαν πολλά πράματα να μας πουν.
ΥΓ 1. Η έρευνα για τα καφενεία της Κως έγινε στο περιθώριο μιάς συνάντησης που είχα σαν εκπρόσωπος του ΞΕΕ με την Ενωση Ξενοδόχων Κω (Μηνάς Χατζημιχαήλ, Κωνσταντίνα Σβύνου, Μαίρη Τριανταφυλλοπούλου) εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης (Σπύρος Βασιλειάδης αντιδήμαρχος του πρωτογενούς τομέα), του πρωτογενούς τομέα ( Βιμέλ, Μέλισσα, Αναξίκλεια Ενωση Γυναικών Πυλίου) της τοπικής γαστρονομίας (Λύκειον Ελληνίδων δια των κυριών Κατσίλη και Χαρτοφύλλη), των ΜΜΕ ( Σταθμός, Kosvoice, Aegeanews) με θέμα την ανάπτυξη του προγράμματος “Ελληνικό πρωινό”.
Με στόχο την ανάδειξη των τοπικών προϊόντων όλων των περιοχών της Ελλάδας που θα συμπεριληφθούν στο Ελληνικό πρωινό, το ξενοδοχειακό επιμελητήριο Ελλάδας σε συνεργασία με τις κατά τόπους ενώσεις ξενοδόχων ξεκίνησαν μία προσπάθεια για την ανάδειξη της τοπικής γαστρονομίας , την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας της κάθε περιοχής, αλλά και την αναβάθμιση του τουριστικού προιόντος, αφού οι επισκέπτες θα μπορούν να παίρνουν «μία γερή δόση Ελλάδας».
ΥΓ 2. Η καταγραφή των καφενείων έγινε με οδηγούς την αεικίνητη Μαίρη Τριανταφυλλοπούλου και τον Μανώλη Χαλκιδιό που χάρη τους εντόπισα θησαυρούς που θα ήταν αδύνατον να βρώ μοναχός μου. Τους ευχαριστώ από την καρδιά μου.