Αρχείο για Οκτώβριος 2013

«Καφενεία της Ελλάδας» στην Αθηναϊδα. Αποσπάσματα των ομιλιών του Τάσου Μπίρη, της Μπήλιως Τσουκαλά και του Ηλία Προβόπουλου.

Image

Tην παρουσίαση του Βιβλίου έκαναν με την σειρα τους ο αρχιτέκτων Τάσος Μπίρης, ο δημοσιογράφος-στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος και οι  δημοσιογράφοι Ηλίας Προβόπουλος και Μπήλιω Τσουκαλά. Θα παρουσιασθούν αποσπάσματα από τις εξαίρετες  ομιλίες, πλήν αυτής του «προέδρου» που έγινε από στήθους και που βέβαια σκόρπισε όπως πάντα το γέλιο και την έκπληξη με τον ανατρεπτικό, ασυμβίβαστο και προκλητικό του λόγο.

Image

 

Τάσος Μπίρης. Ομότιμος Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

…Πρώτα γεννήθηκε «Η Αθηναϊκή Ταβέρνα». Ακολούθησαν τα «Πανηγύρια στο Αιγαίο». Και τώρα σειρά έχουν «Τα καφενεία της Ελλάδας».

Βεβαίως, για να γίνει αυτός ο μετασχηματισμός μέσα σε μια τετραετία (που φυσικά κρύβει πολλαπλάσιο προηγούμενο χρόνο προετοιμασίας), χρειάζεται να έχει προϋπάρξει ένα αρχικό ισχυρό προσωπικό έναυσμα. Αυτό που ονομάζουμε ιδέα. Τίποτε σημαντικό δεν γίνεται χωρίς αυτήν. Χρειάζεται όμως στη συνέχεια και εμμονή στην Ιδέα. Χρειάζεται επίσης πολλή και συστηματική δουλειά. Γιατί δεν συνενώνονται από μόνα τους, ως δια μαγείας…

…Εκτιμώ ότι το επίμονο ενδιαφέρον του Πίττα, δηλαδή η ιδέα του -με τη συγκροτημένη μορφή που πια μας παρουσιάζεται σήμερα- επικεντρώνεται στον δημόσιο ελληνικό κοινωνικό χώρο (ιδίως τον λαϊκό) σε όλες του τις εκφάνσεις και δράσεις…

Έτσι, στα «καφενεία» -όπως και στα προηγούμενα βιβλία του- χρησιμοποιεί μια γραφή οικονομική, δομική, καθόλου λυρική, απαλλαγμένη από αισθητισμούς. Ταυτοχρόνως όμως είναι και γραφή ζωντανή, ως κατάθεση βιωμένων «επί τόπου του έργου» προσωπικών εμπειριών, παρατηρήσεων,  συζητήσεων, αλλά και αντικειμενικών ιστορικών, τεχνικών, ακόμη και γαστριμαργικών, πληροφοριών και παρατηρήσεων. Κατά τη περιπλάνηση που κάνουμε μέσα από τα κείμενά του στα καφενεία του τόπου μας, είναι ο ίδιος συνεχώς παρών μαζί μας συνεχώς πάνω, αλλά και μέσα στο θέμα του. Προσέξτε όμως: Είναι ταυτοχρόνως και όσο «μακριά» χρειάζεται, ώστε να μην το πνίγει (μαζί μ’ αυτό και εμάς) με προσωπικού χαρακτήρα περικοκλάδες για την «μεγάλη αγάπη» που τρέφει για την εμμονή του. Είναι σαν να κάθεται διακριτικά στο βάθος του μαγαζιού και από εκεί να παρατηρεί τα τεκταινόμενα, σιωπηλός όπως συνηθίζει…

 Έτσι -εάν θέλουμε- μπορούμε να διαισθανθούμε  την υποδόρια αμφισημία του δημόσιου κοινωνικού χώρου, το διαυγές, αλλά και σκιερό του φως, που είναι και η αμφισημία της ίδιας της ζωής (κατά τον τίτλο του κειμένου μου). Αμφισημία μάλιστα, που σημαδεύει το καφενείο ως κοινωνικό χώρο στον ίδιο τον πυρήνα της υπόστασής του.

Πιστεύω ότι ο Πίττας, χωρίς περίσσιους συναισθηματισμούς, την υπαινίσσεται συνεχώς στο βιβλίο του.

Το πετυχαίνει κυρίως μέσω των πολύ προσεγμένων εικόνων που συνοδεύουν τα κείμενά του. Εκεί το καφενείο δεν παρουσιάζεται (ευτυχώς) ως χώρος «εξαιρετικής αισθητικής ωραιότητας», αλλά κυρίως ως χώρος συντροφικός, οικείος, ζωντανός, με το διφορούμενο σημάδι αυτής της ζωής αποτυπωμένο βαθειά σε όλα τα χαρακτηριστικά του.

Ώστε το διαυγές φως της οικείας συλλογικής κοινωνικότητας, να αφήνει χώρο και για το απαραίτητο σκιερό φως ή ημίφως της μοναχικότητας, που ζητά την ησυχία και ερμητικότητά της. Κάτι που, στον αχανή, άναρχο, απροστάτευτο δημόσιο χώρο της πόλης, είναι δύσκολο να γίνει.

Στο καφενείο υπάρχει λοιπόν θέση για την παρέα, την κουβέντα, το χωρατό, ακόμη και τις μικρό-αντεγκλήσεις. Υπάρχει όμως και προστατευμένη θέση και χώρος για τη σιωπή, τις ελάχιστες κινήσεις, το σεβασμό στις μοναχικές παρουσίες και τις σκέψεις τους…

 Image

 

 

Μπήλιω Τσουκαλά, Δημοσιογράφος

Εάν λοιπόν έχουμε να πάρουμε ένα μάθημα από αυτές τις ιστορίες των ανθρώπων που βρήκε ο Πίττας και κατέγραψε «Στα Καφενεία της Ελλάδας», πέρα από το προφανές, δηλαδή την αξία αυτών των καφενείων ως μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας, είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί έζησαν στα δύσκολα, επιβίωσαν στα τραγικά, δεν το έβαλαν κάτω, δεν τα παράτησαν, έμειναν όρθιοι και περήφανοι στη μοίρα τους, άρχοντες μέσα στη φτώχεια τους. Πολυμήχανοι σαν τον Οδυσσέα όταν χρειαζόταν, μετατρέποντας το καφενείο τους σε …πολυχώρο παροχής πολλαπλών υπηρεσιών ( στο βιβλίο θα βρούμε και καφενεία που λειτουργούν σαν παντοπωλεία, τσαγκαράδικα, ψιλικατζίδικα, πρακτορεία, χασάπικα, κουρεία, κλπ.), οι ιδιοκτήτες των καφενείων της Ελλάδας συνοψίζουν, κατά τη γνώμη μου, το δράμα αλλά και το μεγαλείο της Ελλάδας: από το τίποτα στο όλα, από το μικρό στο μεγάλο, από το ελάχιστο στην υπέρβαση. Και όλα αυτά να μπορούν σε μια στροφή της ιστορίας να γίνουν και αντίστροφα!!!

Αυτή την Ελλάδα την αγαπάει ο Πίττας βαθειά. Και την σέβεται μέσα στις αντιφάσεις της. Αυτή την Ελλάδα καταγράφει στα βιβλία του και αυτή προσπαθεί να μας κάνει να θυμηθούμε και να διασώσουμε.

Γιατί από αυτή την Ελλάδα, που σιγά-σιγά εξαφανίζεται, μπορούμε να διδαχθούμε πολλά. Η χαρά της καθημερινότητας, σε καιρούς δύσκολους. Η αντιπαλότητα, που δεν γίνεται μίσος ούτε ταξικό ούτε φυλετικό. Η συμβίωση με τον άλλο, όσο διαφορετικός κι αν είναι από εμάς. Η άποψη της αισθητικής του χώρου, που υπαγορεύεται από εσωτερικές ανάγκες και όχι από μόδες.

Αυτή η Ελλάδα που ο Πίττας μάς δείχνει, είναι η Ελλάδα που χρειαζόμαστε για να θυμηθούμε την ταυτότητά μας, να μη χάσουμε το μπούσουλα, να πορευτούμε στα δύσκολα ξέροντας ότι κάποιοι, με πολύ λιγότερα από εμάς, μπόρεσαν όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά να μη χάσουν και το χαμόγελο και τη διάθεση για καλαμπούρι.

Image

Ηλίας Προβόπουλος. Δημοσιογράφος

Τον Γιώργο Πίττα τον γνωρίζω αρκετά χρόνια. Στην αρχή παρακολουθούσα από μακριά το έργο του και κάποια στιγμή που ήρθε η ώρα να γνωριστούμε, γίναμε φίλοι και πολλές φορές συνταξιδεύσαμε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ή έτυχε να ανταμώσουμε σε κάποιο μέρος της Ελλάδας που δεν θα πίστευε κανένας… Ήταν η εποχή που δούλευα στην Ελευθεροτυπία, σαν άρχισα να γνωρίζω τον Γιώργο μέσα από τα πρώτα βιβλία του, κυρίως το εξαιρετικό, μνημειώδες βιβλίο του «Τα σημάδια του Αιγαίου» και τον ζήλευα που μπορούσε να ταξιδεύει και να γράφει τέτοια πράγματα αλλά κυρίως τον θαύμαζα, για τον τρόπο που δούλευε.

Ο Πίττας έχει ένα τρόπο τον οποίο παρακολούθησα και κατέγραψα στις περιπλανήσεις μας – μαζί πήγαμε στο Ανατολικό Αιγαίο, στην Κάρπαθο, την Κάσο, τη Νίσυρο, την Κώ για τα πανηγύρια και μαζί πάλι στην Ήπειρο, τη Δυτική Ελλάδα και τα Άγραφα για άλλα πράγματα που μας ενδιέφεραν. Ο Γιώργος πρώτα – πρώτα, λόγω των δουλειών του και των  ενασχολήσεών του, ξέρει να κινείται άνετα μέσα στο χώρο, είτε πρόκειται για ταβέρνα ή καφενείο επί του προκειμένου και γνωρίζει λεπτομέρειες που πιθανόν να αγνοούν οι μαγαζάτορες και οι θαμώνες. Αυτή η δυνατότητα ενισχύεται με τις μελέτες και τα διαβάσματά του. Δείτε τις παραπομπές και τη βιβλιογραφία και θα καταλάβετε πως χειρίζεται και παντρεύει τις πρωτογενείς πληροφορίες με το αρχειακό υλικό. Είναι απίστευτο αλλά ξέρει να μιλήσει το ίδιο για μια ταβέρνα,για ένα καφενείο, για ένα ξυλουργείο, για ένα ταρσανά και για ένα σωρό άλλα πράγματα που μπορεί να αφήσουν το συνομιλητή του με ανοιχτό το στόμα.

Δεν το κάνει όμως ποτέ μπροστά στους ανθρώπους που θέλει να μιλήσει και να αποσπάσει τις πληροφορίες που θέλει. Τους αφήνει να μιλήσουν αυτοί πρώτα, μόνο καμιά κουβέντα πετάει που και που κι αυτό για να σπρώξει παρεπέρα τη συζήτηση και ξέρει να σταματάει την κατάλληλη στιγμή. Τότε είναι, μιας και μιλάμε για ταβέρνες, πανηγύρια και καφενεία που αρχίζουν και οι γύροι με τα κεράσματα και λειτουργούν έτσι ώστε να ζεσταίνεται περισσότερο η ατμόσφαιρα αλλά ο Γιώργος είναι πάντα σε ετοιμότητα για να τσιμπήσει μια ακόμη λέξη, μια φράση, να αποτυπώσει μια κίνηση, να βάλει μια φωτογραφία…


Οκτώβριος 2013
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123456
78910111213
14151617181920
21222324252627
28293031  

cover4.gif

paros-cover.gif