Η πρόσκληση για την διημερίδα που θα διοργάνωνε ο Πολιτιστικός – Λαογραφικός Σύλλογος Γυναικών Μυκόνου με θέμα «Μελέτες και έρευνες γιά την Μύκονο στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες» είχε φθάσει στα χέρια μου από τον περασμένο Νοέμβρη και βεβαίως πέταξα τη σκούφια μου. Μέσα στη μιζέρια της Αθήνας, η προοπτική ενός ταξιδιού στην αγαπημένη μου Μύκονο καταχείμωνο, μου ανέβασε το ηθικό. Ο φετεινός χειμώνας θα συμπεριλάμβανε και Μύκονο. Η απάντηση ήταν άμεση και θετική.
Ετσι βρεθήκαμε το περασμένο Σαββατοκύριακο στο νησί, τέσσερεις αρχαιολόγοι, τρείς αρχιτέκτονες, δυό κοινωνικοί ανθρωπολόγοι, δυό ιστορικοί, (οι περισσότεροι εξ όλων αυτών με σημαντική πανεπιστημιακή καριέρα) ένας πεζογράφος και τέσσερεις ανεξάρτητοι ερευνητές, Οι ομιλίες έγιναν στο Γρυπάρειο Πολιτιστικό Κέντρο, έναν Συνεδριακό χώρο υψηλών προδιαγραφών που αμφιβάλω αν έχουν πολλές πόλεις στην Ελλάδα. Τον συντονισμό και την άψογη οργάνωση είχαν αναλάβει η Άννα Καμμή (πρόεδρος του Συλλόγου Γυναικών Μυκόνου) και η Δέσποινα Νάζου (κοινωνική ανθρωπολόγος).
Η αίθουσα κατάμεστη. Κατ’ αρχήν την τίμησε ο Δήμαρχος Αθανάσιος Κουσαθανάς – Μέγας και πολλά μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου της Μυκόνου που παρακολούθησαν, μάλιστα, το σύνολον των ομιλιών. Δάσκαλοι, εκπαιδευτικοί, νέοι επιστήμονες, τσαμπουνιέρηδες, και πλήθος κόσμου συμπλήρωναν ένα ανομοιογενές κοινό που το ένωνε το ενδιαφέρον να αποκτήσουν πληροφορίες για τον τόπο τους και να μάθουν όσο περισσότερα γι αυτόν προκειμένου να απαντήσουν στα επίμαχα ερωτήματα «ποιοί είμαστε» και «σε ποιό δρόμο θέλουμε να βαδίσουμε».
Δεν θα ‘λειπαν βέβαια από την συνάντηση αυτή και οι πένες της «Μυκονιάτικης», της εφημερίδας που κατα την ταπεινή μου γνώμη ήταν, ότι καλύτερο κυκλοφόρησε στο Αιγαίο, την δεκαετία του 90, από πλευράς αισθητικής, κειμένων και περιεχομένου, ο Δημήτρης Ρουσουνέλος, η Φρατζέσκα Χανιώτη, η Δέσποινα Νάζου, ο Γιώργος Ξυδάκης, η Μαρίνα Αγγελετάκη, ο Νίκος και ο Παναγιώτης Κουσαθανάς (δεν παρευρέθηκαν στην εκδήλωση οι υπόλοιποι τρεις, ο Νίκος Ξυδάκης, ο Μιχάλης Μπορνόβας και η Αλέκα Αγγελετάκη).
Παρ’ όλο που οι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις πρόκειται σε εύθετο χρόνο να παρουσιασθούν σε μιά έκδοση, ανυπομονώ να πω δυό κουβέντες για αυτές που μου κάναν την μεγαλύτερη εντύπωση.
Οι αρχαιολόγοι Γεωργία Ταμπακοπούλου, Βάγια Μαστρογιαννοπούλου και Νένα Γαλανίδου αναφέρθηκαν, η κάθε μιά από την σκοπιά της, στα ευρήματα του οικισμού της Φτελιάς, ενός από τους πρωιμότερους οικισμούς της Νεότερης Νεολιθικής εποχής στο Αιγαίο (6.000 π.Χ).
Ο ιστορικός Δημήτρης Δημητρόπουλος, περιγράφοντας τις συνθήκες διαβίωσης στη Μύκονο του 18ου αιώνα, αναφέρει τις κανονιστικές ρυθμίσεις και τους όρους κοινωνικής συμβίωσης που προσδιόριζαν με σαφήνεια έως και λεπτομερείς οριοθετήσεις δρόμων, διανοίξεις πορτών και παραθύρων, του παραδοσιακού οικισμού της Χώρας.
Η Δήμητρα Νάζου μάς μετέφερε στη δεκαετία του 60, όταν τα υφαντά της Μυκόνου ήταν το επίκεντρο της διεθνούς μόδας, αλλά παράλληλα δίναν εργασία στους τετρακόσιους αργαλιούς του νησιού.
Ο αρχιτέκτων Αριστείδης Ρωμανός, που το 1972 είχε εκπονήσει την χωροταξική μελέτη της Μυκόνου, προτείνοντας από τότε τη δημιουργία του λιμανιού στον Τούρλο και τη χάραξη του περιφερειακού δρόμου, αναφέρθηκε στα πολεοδομικά -περιβαλλοντικά προβλήματα που απασχολούν το νησί, παρουσιάζοντας κάποιες προτάσεις επίλυσής τους.
Η θέση του αρχιτέκτονα Κωστή Δασκαλάκη ότι «ο χωροταξικός σχεδιασμός, αντί να διασώσει τις περιοχές που αναλαμβάνει να προστατεύσει, λόγω της μεγάλης καθυστέρησης της υλοποίησης του Ειδικού Χωροταξικού, ανοίγει την όρεξη στους κερδοσκόπους να χτίσουν εκεί που κάποτε θα απαγορευτεί η δόμηση», έκανε ιδιαίτερη αίσθηση και προκάλεσε ενδιαφέροντα διάλογο.
Ο Μυκονιάτης συγγραφέας Παναγιώτης Κουσαθανάς παρουσίασε μερικά επιπρόσθετα λήμματα στη σχεδιαζόμενη δεύτερη έκδοση του «Χρηστικού Λεξικού του ιδιώματος της Μυκόνου» που αφορούσαν κυρίως στα Μυκονιάτικα εγκωμιάτα ( τα 2500 παρατσούκλια έναντι 400 μυκονιάτικων επωνύμων).
Ο Άγης Κελπέκης παρουσίασε ένα συγκλονιστικό ντοκυμαντέρ από πανηγύρια με πρωταγωνιστές παλιούς και νέους οργανοπαίκτες της μυκονιάτικης τσαμπούνας.
Την Διημερίδα έκλεισε παρουσιάζοντας ένα από τα θέματα του διδακτορικού της η κοινωνική ανθρωπολόγος Δέσποινα Νάζου με τίτλο: «Η τουριστική Μύκονος και η αγροτική Ρήνεια σε αλληλοεμπλεκόμενες τροχιές».
Σ’ αυτό το υπέροχο ραβαϊσι, είχα και εγω την χαρά και τη τιμή να μιλήσω για τα πανηγύρια του Αιγαίου και της Μυκόνου. Παραθέτω μερικά αποσπάσματα απο τα αγαπημένα μου θέματα :
«Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα η κοινωνία της Μυκόνου ήταν διαμορφωμένη στη τάξη των πλούσιων κτηματιών, στους εύπορους εμπόρους, στους αγρότες και στους μεροκαματιάρηδες…
Η τουριστική ανάπτυξη μετά τη δεκαετία του 60 έφερε μεγάλες αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση του νησιού. Το νησί χάρις την υψηλή αισθητική του τοπίου του και την φιλοξενία, την ανοιχτοσύνη και την ανεκτικότητα των κατοίκων του, έγινε ένας μύθος και ένα απο τα πιό επιθυμητά νησιά της υφηλίου. Οι πολλές ευκαιρίες που παρουσιάσθηκαν, είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μαζί με τους μεγάλους επιχειρηματίες μια νέα τάξη κατοίκων που ασκούσαν ταυτόχρονα συμπληρωματικά, το επαγγέλμα του αγρότη, του οικοδόμου και του μικροξενοδόχου…
Το άνοιγμα της Μυκονιάτικης κοινωνίας στα νέα επιχειρηματικά δεδομένα, ο κατακλυσμός του νησιού των 10.000 κατοίκων από όλες τις φυλές του πλανήτη (κοσμικοί, καλλιτέχνες, ομοφιλόφιλοι, τρανσέξουαλ, χίππιδες, εκκεντρικοί, ανθρώποι του κατεστημένου αλλά και του περιθωρίου, νεολαία αλλά και αυτοί που έρχονται να δούν όλους τους παραπάνω), η μετατροπή της υπαίθρου της Μυκόνου σ’ένα τεράστιο οικόπεδο για την κατασκευή των εξοχικών κατοικιών των ευπόρων τάξεων όλου του κόσμου, ήταν φυσικό να αλλάξουν το σύστημα αξιών και τον τρόπο ζωής των Μυκονιατών, όπως έγινε και σε τόσα αλλα μέρη που υπέστησαν το ίδιο πολιτισμικό σοκ.
Στη Μυκονο όμως η αλλαγή αυτή είχε μια ιδιόμορφη διάσταση.
Οι σύγχρονοι Μυκονιάτες, (άλλοι πολύ και άλλοι λιγότερο) μπασμένοι μέχρι τα μπούνια στον κοσμοπολίτικο και καταναλωτικό τρόπο ζωής, διατήρησαν ταυτόχρονα, πολύ ζωντανή την ανάγκη να έχουν επαφή με ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό που τους θυμίζει την «παράδοση» και την «συνέχεια» του τοπικού τους πολιτισμού. Είτε από ενοχές για το κακό που έγινε στο νησί, είτε από βιοτική ανάγκη προκειμένου να μην αποκοπούν από τις μνήμες τους, είτε σαν ιδεολόγημα, είτε σαν σύγχρονη επιλογή, οι Μυκονιάτες συμμετέχουν σ’ όλα τα παραδοσιακά τελετουργικά δρώμενα, από τους αποκριάτικους κουκούγερους και τα χοιροσφάγια μέχρι τα πανηγύρια.
Και είναι απίστευτο με πόση ζωτικότητα και δαιμονισμένη χαρά.
Παντού το ίδιο κέφι, το ίδιο γλέντι και η ίδια απαράμιλλη μυκονιάτικη φιλοξενία, που δεν επιτρέπει να φύγει κανείς απο το πανηγύρι ακέραστος…
» εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε
μονό σας πεθυμήσαμε κι ήρθαμε να σας διούμε»
τραγουδά η θρυλική ζυγιά της Μυκόνου, ο Μπαμπέλης και ο Καντενάσιος, με την τσαμπούνα και το τουμπάκι…
Τα πανηγύρια της Μυκόνου δεν διαφέρουν πολύ απ’ αυτά των άλλων νησιών του Αιγαίου. Μέρες πριν κάθε γιορτή οι εκκλησιές ασβεστώνονται, τα μπρούτζινα μανουάλια γυαλίζονται και ντύνονται με τις στολές τους και τις ποδιές τους, ενώ εξωτερικά σημαιοστολίζονται. Την παραμονή μοσχοβαλάνε από τους βασιλικούς και τα λουλούδια ενώ φωταγωγούνται από τα φρεσκοαναμμένα καντήλια και τα κεράκια των πιστών…
Από πλευράς οργανωτικής, στην Μύκονο λόγω κύρους αλλά και οικονομικής άνεσης, δεν υπάρχουν πολυμελείς επιτροπές που να διοργανώνουν το πανηγύρι και να αναλαμβάνουν απο κοινού τα έξοδα. Εδώ κάθε νοικοκύρης κάνει μόνος του το κουμάντο του. Είναι θέμα κύρους να κάμεις μόνος σου το πανηγύρι σου, και να ναι πλούσιο, να πετύχει και νάχει κόσμο και κέφι, αλλά ποτέ να μην υπερβαίνει το μέτρο…
Από πλευράς φαγητού, το ζουμί του κρέατος σε ποτηράκι, που δεν συνηθίζεται σε άλλα νησιά, είναι ένα ποίημα που ανοίγει το πλούσιο τραπέζι καθώς θα ακολουθήσουν το ερίφι γιαχνί, η παραδοσιακή κρεμμυδόπιττα, οι λαχανίδες με το λαρδί, τα ντολμαδάκια, η κοπανιστή, η λούζα και ο μπακαλιάρος σκορδαλιά. Όταν κάποιοι φίλοι ή γειτόνοι στείλουν πεσκέσι στο πανηγύρι κάποιο ερίφι γιά ενίσχυση, τότε ο νοικοκύρης του πανηγυριού τους στέλνει την κεφαλή του ζώου βραστή σε μιά ειδική πιατέλα με τις ευχαριστίες του…
Στις μέρες μας τα πανηγύρια όσο παν και λιγοστεύουν στα νησιά του Αιγαίου. Σ’ ορισμένα απ’ αυτά όπως η Άνδρος, η Σύρος, η Μήλος, η Σάμος, μετά βίας βαστιούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Αλλού πάλι, προσκαλούν δανεικούς μουσικούς από άλλα γειτονικά νησιά για να διασκεδάσουν…
Η Μύκονος διαθέτει απ’ τα περισσότερα και πιό ζωντανά πανηγύρια των Κυκλάδων.
Η Μύκονος δεν έχει ανάγκη να επιστρατεύσει ξένους μουσικούς.
Η Μύκονος έχει τους δικούς της μουσικούς, τις «ζύ’ες» της (ζυγιές, ζευγάρια).
Οι μουσικοί της Μυκόνου, – επι το πλείστον τσαμπουνιέρηδες, και λιγότερο βιολιά και λαγούτα – τρώνε, πίνουν, τραγουδούν και διασκεδάζουν μαζί με τον κόσμο του πανηγυριού. Είναι οι ενορχηστρωτές του γλεντιού, ειναι αυτοί που με τα καλαμπούρια και τα αστεία τους θα δημιουργήσουν το κέφι. Και είναι καλοί διασκεδαστές, γιατί διασκεδάζουν πρώτα αυτοί οι ίδιοι, ανάμεσα στις παρέες τους, τους γνωστούς και τους φίλους τους.
Οι τσαμπουνιέρηδες (σαμπουνιέρηδες στην Μυκονιάτικη διάλεκτο) με την τόσο εκφραστική και δυναμική μουσική, με τις βροντώδεις, συγκλονιστικές και πολλές φορές σπαραχτικές φωνές δεν έχουν καμιά ανάγκη από τα τεχνολογικά βοηθήματα των μεγαφωνικών εγκαταστάσεων. Οι ήχοι και οι μουσικές δημιουργούνται από φυσικά όργανα και μοιάζουν σαν να ξεπηδούν από τα έγκατα της γης, απο τα βάθη των αιώνων. Για αυτό το λόγο οι τσαμπουνιέρηδες εκπροσωπούν κατά τον καλύτερο τρόπο το πνεύμα της λαϊκής παράδοσης, αλλά και της δύναμης της ζωής. Για τον ίδιο λόγο δεν γίνεται «σωστό» πανηγύρι χωρίς αυτούς…
Τα σημαντικά οικογενειακά πανηγύρια της Μυκόνου ξεπερνούν τα πενήντα και ειναι πάντα ανοικτά σε όσους τα επισκεφθούν.
Μόνον όταν θα συναντήσει κανείς εκεί τους Μυκονιάτες να διασκεδάζουν αναμεταξύ τους και με τους προσκαλεσμένους τους, στα πανηγύρια τους, μπορεί να αντιληφθεί από που αντλούν τη δύναμη για να αντιμετωπίζουν με τόση επιτυχία τις σύγχρονες διεθνείς προκλήσεις και να αντιστέκονται τόσο σθεναρά στην πολιτιστική πλημύρα που απειλεί να τους πνίξει».
Όταν ήλθε η ώρα του αποχαιρετισμού, διοργανωτές, ομιλητές, εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης και κοινό είχαμε έντονα τα συναισθήματα της ικανοποίησης. Γιατί νοιώθαμε οτι ολάκαιρη η Μύκονος ήταν εκεί. Με την ιστορία της, τον κόσμο της, την εξέλιξή της, τα προβλήματά της, τις αδυναμίες, τους προβληματισμούς της, τις επιτυχίες και τα πανηγύρια της. Αισιόδοξοι και οπλισμένοι από ακόμα μερικές δόσεις αυτογνωσίας και συλλογικότητας.
Απόντες βέβαια, αυτοί που αγαπούν την Μύκονο μόνο για κάποιο αποσπασματικό κομμάτι της, για τις παραλίες της και τα κοσμικά γλέντια της. Αυτοί που ίσως αδιάφορα πούν : «Α, έγινε και μια διημερίδα για την άλλη Μύκονο», χωρίς δυστυχώς να γνωρίζουν ότι η «άλλη» Μύκονος είναι αυτή η ολόκληρη, που ζει όλο τον χρόνο και αγαπιέται από αυτούς που ξέρουν να την ζουν και να την αγαπούν χειμώνα – καλοκαίρι.
Υ.Γ. Ευχαριστώ τον Ηλία Νόκκα για τις εξαίρετες φωτογραφίες του από το πανηγυράκι του αγίου Χαραλάμπους και τον Μανώλη Βελιτζανίδη για το αδιάλειπτο babysitting του στο ανέβασμα των posts μου.