Archive for the 'Λαϊκός πολιτισμός' Category

Τα καφενεία της Ελλάδας

Image

Τα καφενεία της Ελλάδας, χώροι συνάντησης των ανδρών, τόποι παιγνιδιών και απολαύσεων, τόποι συνεύρεσης και κοινωνικής συναναστροφής, τόποι ενημέρωσης αλλά και πολιτικών αντιπαραθέσεων, επαγγελματικών συναλλαγών αλλά και τόποι των γλεντιών της παρέας, τόποι του καλαμπουριού και της πλάκας, αποτελούν την καρδιά της ανδρικής κοινωνίας κάθε τόπου, ο χώρος οπου συζητιώνται και επιλύονται όλων των ειδών ανδρικά ζητήματα.

Image

Στο καφενείο οι άντρες περνούν την ώρα τους, πίνουν τον καφέ τους παίζοντας χαρτιά ή παρτίδες τάβλι, βλέπουν ή ακούν τις ειδήσεις, σχολιάζουν τα γεγονότα, συζητούν –και κυρίως διαφωνούν- πολιτικά, έρχονται σε κέφι, πειράζονται, συναλλάσονται, κλείνουν δουλειές,  πίνουν το ούζο τους, τρώνε  το μεζεδάκι τους, τραγουδούν, παρακολουθούν ποδόσφαιρο στην τηλεόραση.

Image

Πάνω από όλα όμως το καφενείο είναι ο τόπος όπου ο άνδρας δηλώνει την παρουσία του στην κοινωνία των αντρών. Πάει στο καφενείο για να δει και να ειδωθεί, για να ακούσει και να ακουστεί. Χάθηκες απ’ το καφενείο, σημαίνει χάθηκες απο την πιάτσα, από την κοινωνική ζωή.

Image

Τί είναι αυτό που κάνει τα καφενεία της Ελλάδας ένα από τα πιο γοητευτικά δείγματα του πολιτισμού της;

Μικρά  διαμαντάκια γνησιότητας και αλήθειας, χαμένοι παράδεισοι κρυμμένοι στις εσχατιές της ελληνικής επικράτειας.

Ιστορίες ανθρώπων, που κουβαλούν την πίκρα της λησμονιάς, τον αγώνα της επιβίωσης, αλλά και την περηφάνεια της καταγωγής, την εμμονή της τοπικότητας, εκεί που τα χρόνια μετρούν σαν μέρες, και οι μέρες σαν αιώνες.

Image

 Μνήμες τόπων, με βαρύ το αποτύπωμα της ιστορίας, μέρη που «μιλούν» για όσα πέρασαν και είδαν, κομμάτια μιας Ελλάδας που δεν μπορεί να μην υπάρχει, γιατί είναι δεμένη με την κοινωνία των ανθρώπων που πάλεψαν γι’ αυτήν.

Image

Τα καφενεία της Ελλάδας ξεπερνούν τα όρια των λίγων τετραγωνικών τους, διαχέονται στο ελληνικό σύμπαν και δίνουν το αποτύπωμα μιας Ελλάδας που ξέρει να παλεύει και να επιβιώνει, όταν γνωρίζει την ταυτότητά της.

Image

Τα καφενεία της Ελλάδας, πρωταγωνιστές της καθημερινής  ζωής κάθε τόπου, χώροι κοινωνικότητας,  με όλους τους συμβολισμούς και τους μυστικούς κώδικες, αποτελούσαν  σημαντικό θεσμό των τοπικών κοινωνιών, μάρτυρες μιάς  εποχής όπου “των Ελλήνων  οι κοινότητες” διαμόρφωναν την ιδιαίτερη τους  ταυτότητα.   Και στις μέρες μας, όταν τα πολλά χωριά ερημώνουν, τελικά τα καφενεία είναι οι τελευταίοι χώροι κοινωνικής συνάθροισης, οι Ακρίτες που βαστούν την ζωή στις εσχατιές της χώρας.  Αν δεν φροντίσουμε να τα διαφυλάξουμε , να τα ανανεώσουμε και να τα εμπλουτίσουμε, θα έχουμε χάσει ένα τεράστιο πλούτο όχι μόνο του πολιτισμού της καθημερινότητας μας αλλά και της  ευρύτερης πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Image

 Πολλοί φίλοι με ρωτούν ποιά είναι τα πιό όμορφα καφενεία απο τα 300 που γνώρισα και βέβαια από τα 80 που κατέγραψα στα «Καφενεία της Ελλάδας»…και παρ’όλες τις αρνήσεις μου ν’ απαντήσω –γιατί καθένα έχει το χαρακτήρα του-  παραθέτω αυτά που πραγματικά είναι μοναδικά: Πρώτο και καλύτερο, το  καφενείο της Άμφισσας, το “Πανελλήνιον”. εκεί όπου γυρίστηκαν σκηνές απο τον Θίασο του Αγγελόπουλου και που η ατμόσφαιρά του παραπέμπει στον Μεσοπόλεμο.

Image

Ακολουθούν  το παλιότερο ίσως καφενείο της Ελλάδας στον Λαύκο του Πηλίου, εκεί όπου σύχναζε ο Παπαδιαμάντης, το Μεγάλο καφενείο της Τρίπολης, το καφενείο του Μπέη στην Νότια Μάνη αλλά και το πασίγνωστο στέκι του Κόττα στα Γύφτικα της Πάτρας.

ImageImage

Στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου κάθε καφενείο έχει το ενδιαφέρον του, αλλά τα Σαρανταυγά στο Ηράκλειο, το καφενείο στον Σίβας στην Μεσσαρά, ο Πρέκας και ο Χορευτής στην Αμοργό, το Houston στην Πάτμο,  ο Μουγγός στην Αστυπαλιά, της κυρα Ρήνης στην Λέσβο, των αδελφών Μοίρα στην Αίγινα κλέβουν την παράσταση.

Στην Ηπειρωτική Ελλάδα  ο Ναπολέων στους Καλαρρύτες Ηπείρου, ο Τρικενές στο Μεσολόγγι, το Τσινάρι στην Θεσσαλονίκη, το Διεθνές  και ο Νάσος της  Φλώρινας  κι ο Νικόδημος στην Λάρισα κάνουν την διαφορά, ενώ από τα Επτάνησα ξεχωρίζουν τα Ολύμπια, στο Λιστόν της Κέρκυρας.

Image

Η καταγραφή των Καφενείων της Ελλάδας, βάστηξε κάμποσα χρόνια και η οριστική γραφή του βιβλίου έγινε την διετία 2011-2012.

Το βιβλίο περιλαμβάνει στο πρώτο μέρος τα κεφάλαια της εισαγωγής όπου περιέχονται πληροφορίες γιά τα γενικά χαρακτηριστικά των καφενείων (η ιστορία των καφενείων, ο κόσμος και οι λειτουργίες των καφενείων, η αρχιτεκτονική και η διακόσμησή τους, οι μεζέδες, κλπ) και στο δεύτερο μέρος τα 80 πιό χαρακτηριστικά καφενεία.

Image

Τα κείμενα και οι φωτογραφίες είναι του Γιώργου Πίττα (pittas.g@gmail.com), την καλλιτεχνική επιμέλεια του βιβλίου υλοποίησε ο Σωτήρης Μαργέλος, την επεξεργασία φωτογραφιών ο Στέλιος Γιωργάτος, την γλωσσική  επιμέλεια η Λητώ Τσεκούρα, την μετάφραση στα αγγλικά η Ελένη Πουλάκου και την εκτύπωση το Φωτόλιο & Τypikon AE

Image

Eκδότης είναι η Κοιλάδα Λευκών ΑΕ και την διακίνηση στα βιβλιοπωλεία έχει αναλάβει το βιβλιοπωλείο Χριστάκης. Το βιβλίο, 256 σελίδων,  είναι δίγλωσσο διαστάσεων 24Χ28 και περιλαμβάνει 260 έγχρωμες φωτογραφίες. Χορηγός του βιβλίου είναι η Ολυμπιακή Ζυθοποιία που παράγει την μπίρα Φιξ.

Image

Τα Καφενεία της Ελλάδας, παρουσιάστηκαν τιμής ένεκεν στις Λεύκες Πάρου, για πρώτη φορά την 4/8/13 και 7/8/13 σε ελληνικό και γαλλικό κοινό αντιστοίχως, όπου διατέθησαν τα πρώτα 200 έντυπα. Στην Αθήνα θα παρουσιασθούν για πρώτη φορά στον Πολυχώρο της Αθηναΐδας στις 7 Οκτωβρίου, μαζί με την έκθεση φωτογραφίας από εικόνες του βιβλίου και την  παράλληλη προβολή της ταινίας «καφενείο ο Πάρβας» του Γεράσιμου  Ρήγα και ακολούθως θα  ξεκινήσει η διαθεσή τους στα βιβλιοπωλεία της χώρας.

Image

Έχουν προγραμματισθεί παρουσιάσεις στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας, ενώ παράλληλα έχουν γίνει προτάσεις για την παρουσίαση του έργου σε πόλεις της Ευρώπης, όπως στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι και την Γενεύη.

Το αμυγδαλωτό που γλύκανε τη Σοφία Λώρεν πρίν 55 χρόνια.

Image

Λαβωμένο από τον πόλεμο, την κατοχή, τη φτώχεια και την ερημιά το ιστορικό νησί της Ύδρας άρχισε δειλά-δειλά από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 να παίρνει τ’ απάνω του. Είναι η εποχή που άρχισε να ασκεί γοητεία στους ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης. Τα σπίτια, τα περισσότερα εγκαταλειμένα,  μεταμορφώνονται σε όμορφα σπίτια διάσημων καλλιτεχνών που τα αναστηλώνουν  με ιδιαίτερη φροντίδα και σεβασμό.

Image

Η σχολή Καλών Τεχνών εγκαθίσταται στο αρχοντικό Τομπάζη και ο πρώτος της διευθυντής  ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος αλλά και ο διάδοχός του Παύλος Παντελάκης αποτελούν μια εγγύηση γιά την σωστή αρχιτεκτονική αποκατάσταση των κτιρίων,  αφού με σοβαρότητα και σχολαστικότητα ελέγχουν τις κατασκευές υπρασπίζοντας με πάθος  τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του νησιού. Οι κινηματογραφικές ταινίες “ Το κορίτσι με τα μαύρα”  με την Ελλη Λαμπέτη, του Κακογιάννη (1956), “Το παιδί με το δελφίνι” με τη Σοφία Λόρεν (1957), και η  “ Φαίδρα” με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Αντονυ Πέρκινς (1962) συντελούν  ώστε το νησί να αποκτήσει μιά διεθνή φήμη.

Image

Ένα από τα λιγοστά καφενεία του λιμανιού, εκεί όπου οι πρώτοι επισκέπτες έπιναν τον καφέ τους, τσιμπολογούσαν και θαύμαζαν τον οικισμό, ήταν το μεγαλοπρεπές καφεζαχαροπλαστείο “τα Κυβέλεια” του Δήμητριου Τσαγκάρη, που βρισκόταν εκεί που στεγάζεται  σήμερα το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Ιδρυτής του από το 1930 ο Αριστείδης Τσαγκάρης ο οποίος προσέφερε και εμπορεύτηκε για πρώτη φορά υδραίικα αμυγδαλωτά που μέχρι εκείνη τη εποχή φτιαχνόταν μόνο σε σπίτια για ιδιοκατανάλωση σε γιορτές και ευχάριστα γεγονότα. Το 1957 το αναλαμβάνει ο Δημήτρης Τσαγκάρης και η γυναίκα του Αννα και είναι αυτοί που θα γλυκάνουν όλους τους νεοαφιχθέντες καλλιτέχνες, κοσμικούς,  έλληνες και αλλοδαπούς φίλους του νησιού. Η κυρ-Άννα από τότε είναι αυτή που βαστά τη συνταγή και συνεχίζει την τέχνη του αμυγδαλωτού μέχρι της μέρες μας.

Image

Τι κι άν ο γιός της ο Κυριάκος (Κούλης) ανέλαβε το ζαχαροπλαστείο το 1995 όταν έχασε τον άντρα της, τι κι άν μπήκε και ιδιαίτερο ζήλο –σπάνιο για τις νέες γενιές που προτιμούν τα “γράμματα”- ο  εγγονός της Δημήτρης, η κυρ- Άννα βαστά τα κουμάντα στην παραγωγή του αμυγδαλωτά.Για όλα τα άλλα γλυκά του ζαχαροπλαστείου που μετεφέρθη σε πάροδο του λιμανιού υπάρχουν τεχνίτες ζαχαροπλάστες. Τα αμυγδαλώτα της Υδρας  όμως τα φτιάχνει μόνη της όταν αποχωρίσει και ο τελευταίος τεχνίτης! Είχα τη χαρά να εισχωρήσω στα άδυτα του εργαστηρίου χάρη σε μιά μιά μακρόχρονη σχέση που είχα με την οικογένεια, αλλά κυρίως γιατί  η γυναίκα μου Μπήλιω από παιδάκι, ζώντας τα καλοκαίρια της στην Ύδρα,  τιμούσε ιδιαιτέρως τα αμυγδαλωτα.

Image

Η κυρία Αννα μιά γλυκιά 85χρονη γιαγιά, που στα νειάτα ήταν πανέμορφη κοπέλλα (το παρατήρησα ψάχνοντας στο αρχείο της να βρω φωτογραφίες  της Σοφίας Λόρεν ανεκάλυψα μιά υδραία καλονή) με περιμένε για να μου κάνει το ιδιαίτερο μάθημα. Ξεκινώντας σημείωσα  τα υλικά της συνταγής που ήταν όλα κι όλα τέσσερα. Τ’ αμύγδαλα, το ανθόνερο, το συμιγδάλι, και τέλος η ζάχαρη. Ούτε λόγος βεβαίως για τις αναλογίες που είναι και το σημαντικότερο! Αφού πήραν μιά βράση τα αμύγδαλα η κυρ-Άννα με τις φούχτες της  τα έρριξε στον αποφλειωτή δυό και τρεις φορές και όσα δεν καθάρισαν τα πάστρεψε  με τα χέρια της. Αμέσως μετά τα πέρασε όλα απο την αλεστική μηχανή.

Image

Σε ένα καζάνι που είχε το χλιαρό ροδόνερο ανακάτεψε το αλεσμένο αμύγδαλο με το σιμιγδάλι και αφού ανάδεψε για κάμποση ώρα μου διαμήνυσε ότι είμασταν έτοιμοι για το στρώσιμο του μείγματος. Όπερ και εγένετο και  το φρέσκο αμυγδαλωτό ήταν έτοιμο για ζαχάρωμα… Εδώ στα εύκολα,  κατέφθασαν για βοήθεια ο γιός της και ο εγγονός της που την βοήθησαν…κυρίως για να αποθανατισθούν κι αυτοί… στο κόψιμο και στο πακετάρισμα, που θα γινόταν λίγο αργότερα όταν θα κρύωνε ο δίσκος με το μείγμα. Το ψητό αμυγδαλωτό που γίνεται σε σχήματα, μπαίνει στο φούρνο μορφοποιημένο σε αχλαδάκια ή ροδέλες και αφού ψηθεί ζαχαρώνεται. Η αφεντιά μου προτιμά το άψητο αμυγδαλωτό που είναι πολύ ζουμερό και εύγεστο. Περί γούστου ουδείς λόγος γι αυτό και παράγονται και οι δύο τύποι.

Image

Σε όλη τη διάρκεια της παρασκευής του υδραίικου αμυγδαλωτού θαύμασα τη δύναμη, τη μεθοδικότητα και τα κουράγια της κυρ-Αννας. Ενα από έσχατα δείγματα ανθρώπων που δεν έμαθαν στη ζωή τους τίποτα άλλο να κάνουν, παρά να δουλεύουν και να προσφέρουν.

Γιά το μέλλον μου έδωσε αισιοδοξία, η παρηγορητική στάση του εγγονού που αφού τελειώνει στη  σχολή  Le monde μαθήματα έντεχνης ζαχαροπλαστικής, αποφάσισε να παραλάβει την τέχνη της γιαγιάς. Και είναι σίγουρο με τόσο καιρό συμβίωση, μαζί με την τέχνη,  θάχει παραλάβει κι ένα κομμάτι από το ήθος και την νοοτροπία των ανθρώπων της παλιάς εποχής. Κι αυτό ίσως  του φανεί  το πιό σημαντικό και χρήσιμο εφόδιο.

Image

Τρία μικρά βιβλία για ιδανικούς ταξιδευτές

Τρία βιβλία μικρού μεγέθους, εξαιρετικής αισθητικής, αντλούν τη θεματολογία τους από τον ελληνικό πολιτισμό και φιλοδοξούν να γίνουν σειρά: «Τα πανηγύρια του Αιγαίου», «Τα καφενεία του Αιγαίου», «Μύκονος: το πνεύμα του πελεκάνου». Δράστες δυο έλληνες δεμένοι με το Αιγαίο, ο Γιώργος Πίττας και ο Δημήτρης Ρουσουνέλος. Συνοδοιπόροι σε παράλληλες συγγραφικές διαδρομές επί σειρά ετών. Σήμερα προχωρούν σε μια κοινή προσπάθεια με τα πρώτα βιβλία μιας σειράς εκδόσεων που ανιχνεύουν σε θάλασσες και σε στεριές την ομορφιά της Ελλάδας. Το ερευνητικό περιεχόμενο των εκδόσεων προϋποθέτει βαθιά μελέτη, γνώση και ταξίδια. Τα βιβλία απευθύνονται σε αναγνώστες, ιδανικούς ταξιδευτές, που δεν αρκούνται στην επιφάνεια των πραγμάτων και στην τουριστική εικόνα. Ο συνδυασμός κειμένου – φωτογραφίας και η επιμέλεια των συντελεστών του δημιουργικού γραφείου H2 Concept δίνουν στα μικρά αυτά βιβλία τα χαρακτηριστικά αντικειμένων που έχουν διαχρονική καλλιτεχνική αξία.

Πανηγύρια του Αιγαίου

Παρ’ όλες τις μεγάλες αλλαγές που έχουν γίνει στις τοπικές κοινωνίες των νησιών του Αιγαίου τα τελευταία πενήντα χρόνια, αλλαγές που ανέτρεψαν αιώνων ήθη και έθιμα και πρωταρχικά την ουσία της παραδοσιακής κοινότητας, τα πανηγύρια εξακολουθούν να αποτελούν ένα κοινό μέσο έκφρασης για τους περισσότερους πανηγυριστές. Συμμετέχοντας στα πανηγύρια αντιστέκονται στην αποξένωση από την παραδοσιακή τους κουλτούρα που είχε σαν κεντρική ουσία την συνοχή της κοινότητας . Παράλληλα με το καθαρά θρησκευτικό μέρος, το κοινό φαγοπότι με τις πολλές ώρες αυθόρμητης εθελοντικής εργασίας, το γλέντι, το τραγούδι και ο χορός  όλων των γλεντιστών, η μοναδική αίσθηση του ανήκειν κάπου, όλες αυτές οι καταστάσεις, δημιουργούν  αισιοδοξία και ελπίδες. Γιατί σ’ αυτά τα υπολείμματα κοινοτικής ζωής διαβλέπουμε  ίσως την  απάντηση στον ενιαίο και ολοκληρωτικό Παγκόσμιο πολιτισμό που απειλεί να μας ισοπεδώσει…

Στην υποκρισία των σύγχρονων κοινωνικών συναναστροφών και στη φυγή των «εικονικών» ταξιδιών, τα πανηγύρια έρχονται να μας υπενθυμίσουν ότι υπάρχει και η ζωή.

Η ζωή μαζί με τους άλλους.»

Σελίδες 82, τιμή 10 ευρώ

Ελληνικά, Αγγλικά, Γαλλικά

Καφενεία του Αιγαίου

Τα καφενεία είναι ο χώρος στον οποίο οι άνδρες περνούν τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο της ζωής τους. Φιλοξενούνται σε κτίσματα που συνήθως ακολουθούν το αρχιτεκτονικό ύφος του τόπου. Αλλού στεγάζονται σε μονοόροφα αιγαιοπελαγίτικα κτίσματα με δώμα, αλλού σε νεοκλασικά κτίρια με δίρριχτη στέγη και αλλού στο ισόγειο πέτρινων μεγαλοπρεπών  κτιρίων. Πολλά καφενεία έχουν ταυτιστεί με την ιστορία κάθε τόπου. Άλλα μεγάλα -κατασκευασμένα από δωρεές ευεργετών- ξεχωρίζουν από την μεγαλοπρέπεια τους αλλά  και από τις μνήμες που κουβαλούν. Θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές προβολές, προεκλογικές ομιλίες σπουδαίων πολιτικών και αλλά ενδιαφέροντα γεγονότα. Άλλα καφενεδάκια γράφουν ιστορία, αποτυπώνοντας τη μεγαλοσύνη των στιγμών, της ταπεινής βιοπάλης και της απλής καθημερινότητας. Ο Γιώργος Πίττας καταγράφοντας τα καφενεία του Αιγαίου και περιγράφοντας τους χώρους, τη διακόσμηση, τις χρήσεις, την τελετουργία του καφέ και του μεζέ, μας εισάγει στον κόσμο των τελευταίων καφετζήδων, έναν κόσμο όπου η ανθρωπιά, οι κανόνες συμβίωσης και η αλληλεγγύη περισσεύουν.

Σελίδες 98, τιμή 10 ευρώ

Ελληνικά, Αγγλικά, Γαλλικά

Μύκονος: Το Πνεύμα του πελεκάνου

Ένας ιδιότυπος θαμώνας των καφενείων του Γιαλού της Μυκόνου, αποτέλεσε για τον Δημήτρη Ρουσουνέλο και τη φωτογράφο Βιβή Χανιώτη, την αφορμή για να προβάλουν μια άλλη πτυχή του κοσμοπολίτικου νησιού. Ο Πέτρος ο πελεκάνος που αποτελεί το θέμα αυτής της έκδοσης, παραμένει από το 1958 μια συμβολική αξία για την τουριστική ψυχή της Μυκόνου που μας φέρνει πίσω στην αγνότητα των πρώτων χρόνων της ανάπτυξής της. Το διαχρονικό πνεύμα του πελεκάνου, στέλνει μήνυμα σημαντικό: μια βόλτα στο Γιαλό με δυνατό μελτέμι, αξίζει κι ας χαλάει το χτένισμα!

Σελίδες 66, τιμή 10 ευρώ
Ελληνικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ισπανικά

Οι εκδόσεις «Κοιλάδα Λευκών» από την Πάρο και «Scala Gallery» από τη Μύκονο, προχωρούν από κοινού την εκδοτική αυτή προσπάθεια. Στέλνουν ένα μήνυμα, που αποκτά ιδιαίτερη σημασία στις δύσκολες μέρες της περιόδου που διανύουμε: διαβατήριό μας στο σήμερα είναι τα σημάδια του πολιτισμού μας κι αξίζει να τα ψάχνουμε συνεχώς και να τα αναδεικνύουμε. Εκδηλώσεις, τόποι, σύμβολα, διαχρονικές αξίες, φυσικό περιβάλλον, είναι η μαγιά που αφρατεύει το ζυμάρι της σύγχρονης παρουσίας μας και κατοχυρώνει τον διακριτό μας ρόλο στον ευρωπαϊκό χώρο.
Η επιλογή του μεγέθους ( 15εκ. Χ 11εκ.) και ο μοντέρνος σχεδιασμός, καθιστούν τις μικρού μεγέθους αυτές εκδόσεις, αξιοπρόσεκτη επιλογή και πολύτιμο δώρο που θα συγκινήσει όποιον το λάβει.
Παράλληλα είναι ένας χαιρετισμός σε πρόσωπα, ένα χάδι σε πράγματα, είναι η ανάγκη των συγγραφέων να μιλήσουν για όμορφους κι αγαπημένους τόπους.

Πληροφορίες:  Κοιλάδα Λευκών, Γιώργος Πίττας     pittas.g@gmail.com    τηλ. 6936787949

Scala Gallery,    Δημήτρης Ρουσουνέλος    scala@otenet.gr   τηλ. 6944393323

Η διανομή των βιβλιών στα βιβλιοπωλεία (χοντρική πώληση) γίνεται από τον Αθανάσιο Χριστάκη ΑΕ. Ιπποκράτους 10-12. Τηλ 21036393361.

Τα όμορφα καφενεία της Κω αφορμή για την αποκάλυψη μιάς έρευνας.

Mε αφορμή μιά  πετυχημένη μου αποστολή στην Κω και τον εντοπισμό πανέμορφων παραδοσιακών καφενείων, ας ομολογήσω –για όσους δεν το γνωρίζουν ακόμα- οτι η έρευνα μου για τα καφενεία των νησιών του Αιγαίου βρίσκεται σε καλό σημείο. Οπόταν μπορώ να παρουσιάζω -που και που- κανένα απόσπασμα ξεκινώντας άμεσα απο ένα μέρος της εισαγωγής! Φυσικά με φωτογραφίες απο καφενεία του νησιού.

Χειμώνας στην Κέφαλο. Το καφενείο άδειο. Ας είναι καλά η φωτιά και η πανδαισία των χρωμάτων που σπάν την παγωνιά.

 Η γνωριμία μου με τα καφενεία  του Αιγαίου έγινε με έναν  ασυναίσθητο και χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια τρόπο. Τόσα χρόνια που ταξιδεύω και γράφω για το Αιγαίο Πέλαγος τα καφενεία αποτελούσαν πάντα ένα σημαντικό σταθμό των ερευνών μου.   Εδώ θα ξαπόστανα όταν έφθανα σ’ ένα χωριό και δώ θα έπαιρνα τις πρώτες μου πληροφορίες.  Εδώ θα με περιμέναν -όταν με περιμέναν- οι κάποιοι γνωστοί ή οι πληροφοριοδότες μου.  Ραντεβού στο καφενείο του χωρίου. Εδώ θα καταστρωνόνταν τα σχέδια δράσης και εδώ η αρχική αμήχανη μοναξιά του νεοφερμένου,  θα ξεπερνιόταν  σε λίγο, καθώς ένας-ένας  οι θαμώνες  θα με περικυκλώναν γιά να μου δώσουν κι αυτοί  με χαρά τις πληροφορίες που γνώριζαν για να με βοηθήσουν. Και τα βράδυα μετά την λήξη  των διάφορων αποστολών,  όταν επέστρεφα αποκαμωμένος στο καφενείο εξιστορώντας  τα “κατορθώματα” μου  και επιβεβαιώνοντας τα στοιχεία που μου έδιναν και την ορθότητα των κατευθύνσεων τους, εδώ  ανάμεσα σε μεζέδες και σε ρακές  γλεντούσαμε τις ερευνητικές επιτυχίες μου. Αλλά πιό πολύ γλεντούσαμε τη χαρά της γνωριμίας  μας.

Η κυρά Διονυσία βαστά το καφενείο απόταν ήταν 18 χρόνων, πάει πάνω από μισός αιώνας.

Φυσικά δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στο βιβλίο μου “Σημάδια του Αιγαίο” τα καφενεία αποτελούσαν ένα απο τα χαρακτηριστικά σημάδια της ταυτότητας των νησιών του Αρχιπελάγους. Θάλεγα δε, ότι το κεφάλαιο  “Καφενεία” ήταν το πιό βιωματικό, και ήταν αυτό είχε προκαλέσει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο αναγνωστικό κοινό.   Ίσως  γιατί τα καφενεία παραμένουν ακόμα τόποι ζωής,  τόποι ποιότητας σχέσεων, τόποι που διατηρούν ακόμα τη διαφάνεια τους, την αμεσότητά τους και την καθαρότητά τους.

Ο πρωινός καφές με τον Μανώλη Χαλκιδιό καθώς καταστρώνεται το πλάνο δράσης της ημέρας. Σε καφενέ βέβαια.

Η σχέση μου με τα καφενεία έγινε πιό στενή στα επόμενα ταξίδια οταν επιτάχυνα την έρευνα  για τα “Πανηγύρια στο Αιγαίο”. Εκεί, εκτος των προηγούμενων χρήσεων του καφενείου, έμαθα πολλά για το ρόλο των καφετζήδων στην οργάνωση των πανηγυρίων τα παλιά χρόνια, καθώς πολλές φορές ήταν αυτοί που “κλείναν” τους μουσικούς, μετέφεραν τα τραπεζοκαθίσματα, τα τρόφιμα και τα ποτά στο τόπο του πανηγυριού.   Στα καφένεια μετά απο κάθε σύγχρονο πανηγύρι θα σχολιάζονταν τα καθέκαστα και τα παραλειπόμενα. Εδώ στα καφενεία συνεπαρμένος,  θα γνώριζα την μουσική παιδεία των Ολυμπιτών της Καρπάθου και τους τραγουδιστικούς τους διαλόγους υπο την συνοδεία της λύρας.

Στους Ασωμάτους αποκαταστάθηκε εξαιρετικά το "Καζίνο" που κτίστηκε πριν 100 ακριβώς χρόνια.

Τον πρώτο μου καφενέ τον θυμάμαι  κοντά στα πέντε μου, οταν ο παπούς μου στην απογευματινή βόλτα μας,  συνήθιζε να με κερνάει σε έναν χώρο σκοτεινό, γεμάτο άνδρες, με καπνούς, φωνές και   τραγούδια απο ένα μηχάνημα που έβαζες δραχμές για να επιλεχθούν δίσκοι μουσικής αλλά μόνιμα βγαίναν ενός που τραγουδούσε με βαριά φωνή “Θα φύγω μανούλα θα παω στα ξένα”. Νέα Ιωνία γαρ δεκαετία του 1960. Δεν ένιωθα πολύ όμορφα, αλλά  θυμάμαι τη λαχτάρα της άφιξης του “υποβρυχίου” αυτής της κάτασπρης –σκέτη παραφωνία με το βρώμικο, για τα  παιδικά γούστα μου λόγω καπνών, περιβάλλοντος- γλυκιάς, δροσερής  λιχουδιάς  στο κουταλάκι που ήταν  μέσα στο ποτήρι με το νερό.

Ο Δημήτρης Αυγουλης αφηγείται την ιστορία αποκατάστασης του Καζίνο που έκανε έναρξη εργασιών μόλις πριν ένα μήνα.

Αργότερα στα δεκαεπτά μου  ένα καλοκαίρι, δοκίμασα την τελετουργία της ρακοκατάνιξης στη Σκοπέλο. Ημουνα με τον πρώτο μου έρωτα μιά δεκαπεντάχρονη κοπελούδα, το πρώτο μας ταξίδι μόνοι μας, και καθίσαμε για ρακές σ’ ένα καφενεδάκι στο λιμάνι. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα ποτέ πιεί πάνω από ένα-δυό ποτήρια ούζου. Ήλθε το πρώτο καραφάκι τσίπουρου –οι Σποράδες είναι επηρεασμένες απο τον Βόλο όπου η ρακή λέγεται τσίπουρο- με τον μεζέ, ήρθε το δεύτερο  και αυτό μας έκανε εντύπωση γιατί οτι ο μεζές ήταν διαφορετικός, όπως ορίζει το τοπικό έθιμο. Παρατηρήσαμε ότι γύρω μας  όλοι οι μεζέδες ήταν διαφορετικοί, παραξενευτήκαμε και είπαμε να τους δοκιμάσουμε, πίνοντας και  τα αναγκαστικά καραφάκια. Αρχίσαμε να παραγγέλνουμε αβέρτα τσίπουρα, ο καφετζής μας σέρβιρε κρυφοχαμογελώντας για το εγχείρημά μας. Η ώρα περνούσε όμορφα με την κουβεντούλα, ερωτευμένοι γαρ,  οι μεζέδες υπέροχοι, τα τσίπουρα ευκολόπιοτα. Θά χαν περάσει δυο-τρείς ώρες,  οπόταν το δέκατο τρίτο καραφάκι κατέφθασε με ένα μαρουλόφυλλο. Βλέποντας την έκπληξη μας ο καφετζής μας μάλωσε: “Δεν έχετε το Θεό σας παλιόπαιδα, μέχρι εδώ φθάναν οι μεζέδες μου. Φάτε το μαρουλόφυλλο και πηγαίντε σπίτι σας”. Επίλογος. Ένας Θεός ξέρει πως φθάσαμε στο ξενοδοχείο, αλλά αυτό που θυμάμαι καλά ότι το ξύλο που έφαγα από την Ελένη – την κοπέλα μου-  ανάμεσα σε γέλια και κλάματα     ήμασταν σούρα-  ήταν  ξύλο για όλες τις επόμενες αμαρτίες της ζωής μου.

Καφενείο Νιώτης. Σκηνικά άλλων εποχών.

 

Τα κριτήρια για την επιλογή των καφενείων που θα διάλεγα κτίστηκαν σιγά σιγά. Προφανώς μετρούσε πολύ το αισθητικό αποτέλεσμα δηλαδή το κτίριο με την διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου, την διακόσμηση, τα αντικείμενα οι φωτογραφίες όπου αποτυπωνόταν η ταυτότητα του τόπο. Ο καφετζής, το κύρος του, η προσωπικότητά του, η ποιότητα των μεζέδων. το κοινό του, οι παρέες του και η παράδοση του χώρου σε γλέντια και δρώμενα. Κάποια στιγμή καθώς τα επεξεργαζόμουν για να τα κωδικοποιήσω, μου ΄λθε σαν αναλαμπή η αναγκαία συνθήκη επιλογής.  Ο καφές να είναι ελληνικός και να μην  στοιχίζει πάνω απο ένα-ενάμιση ευρώ γιατί δεν μπορεί να χρεώσεις παραπάνω την ανθρώπινη παρέα. Φανταστείτε τους συνταξιούχους μεσημέρι βράδυ πόσους καφέδες πρέπει να πίνουν και να πληρώνουν μηνιαίως για να βρίσκονται με τη παρέα τους.

Σημαντικότερος συντελεστής του καφενείου βέβαια ο καφετζής.

Καφενεία όλα αυτά τα χρόνια πρέπει να επισκέφτηκα γύρω στα πεντακόσια, η επιλογή ήταν δύσκολη. Προσπάθησα  στην τελική επιλογή μου να μορφοποιήσω ένα χαρακτηριστικό δείγμα που να συμπεριλαμβάνει καφενεία απο πολλά νησιά, διαφορετικές εποχές και σε χαρακτηριστικές φάσεις όπως πχ αποκριές, γιορτές κλπ.

Η καφετζού στον Κέφαλο έχει περάσει τα ογδόντα, αλλά δεν το βάζει κάτω.

Η προτίμηση μου βέβαια έγειρε προς τα  παλιά καφενεία εκείνα όπου

η ηλικία των καφεντζήδων ήταν γύρω στα ογδόντα χρόνια. Συναντήσα και 90ρηδες.  Όλοι αυτοί που γεννήθηκαν στο πρώτο τέταρτο του αιώνα, έζησαν πράγματα και καταστάσεις: την Κατοχή, τον Εμφύλιο, την περίοδο του “πολιτισμού της φτώχειας”1950-1970, την περίοδο της “τουριστικής ανάπτυξης 1970-1990 , και της 1990-2010  “καταναλωτικής λαίλαπας”… Ε, αυτοί όλοι είχαν πολλά  πράματα να μας πουν.

ΥΓ 1. Η έρευνα για τα καφενεία της Κως έγινε στο περιθώριο μιάς συνάντησης που είχα σαν εκπρόσωπος του ΞΕΕ με την Ενωση Ξενοδόχων Κω (Μηνάς Χατζημιχαήλ, Κωνσταντίνα Σβύνου, Μαίρη Τριανταφυλλοπούλου) εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης (Σπύρος Βασιλειάδης αντιδήμαρχος του πρωτογενούς τομέα), του πρωτογενούς τομέα ( Βιμέλ, Μέλισσα, Αναξίκλεια Ενωση Γυναικών Πυλίου) της τοπικής γαστρονομίας (Λύκειον Ελληνίδων δια των κυριών Κατσίλη και Χαρτοφύλλη), των ΜΜΕ ( Σταθμός, Kosvoice, Aegeanews)  με θέμα την ανάπτυξη του προγράμματος “Ελληνικό πρωινό”.

Με στόχο την ανάδειξη των τοπικών προϊόντων όλων των περιοχών της Ελλάδας που θα συμπεριληφθούν στο Ελληνικό πρωινό, το ξενοδοχειακό επιμελητήριο Ελλάδας σε συνεργασία με τις κατά τόπους ενώσεις ξενοδόχων ξεκίνησαν μία προσπάθεια για την ανάδειξη της τοπικής γαστρονομίας , την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας της κάθε περιοχής, αλλά και την αναβάθμιση του τουριστικού προιόντος, αφού  οι επισκέπτες θα μπορούν να παίρνουν «μία γερή δόση Ελλάδας».

Η ομάδα του κώτικου πρωινού σε στιγμιότυπο "έρευνας πεδίου" στο Άριστον.

ΥΓ 2. Η καταγραφή των καφενείων έγινε με οδηγούς την αεικίνητη Μαίρη Τριανταφυλλοπούλου και τον Μανώλη Χαλκιδιό που χάρη τους εντόπισα θησαυρούς που θα ήταν αδύνατον να βρώ μοναχός μου. Τους ευχαριστώ από την καρδιά μου.

Μιά βιβλιοπαρουσίαση μες το παριανό κατακαλόκαιρο!

Γιώργος Πίττας, Σπύρος Μολφέτας, Ηλίας Προβόπουλος, Μπήλιω Τσουκαλά, Μιράντα Τερζοπούλου.

Ο Σπύρος  Μολφέτας, η Μπήλιω Τσουκαλά και η Μιράντα Τερζοπούλου λέν καλά λόγια για το βιβλίο «Πανηγύρια στο Αιγαίο» και τον συγγραφέα του, την αφεντιά μου, ενώ την εισήγηση του τέταρτου παρουσιαστή, του Ηλία του Προβόπουλου, θα την απολαύσουμε στη Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία, στο πρωτοσέλιδο της Βιβλιοθήκης.

Σάμπως νάταν υπερβολικοί στις καλωσύνες τους αλλά εμένα δεν μου έπεσε και άσχημα και ομολογώ οτι δεν με χάλασε καθόλου!

Απλώς δεν χόρτανα να διαβάζω τα γραφούμενα  τους και να τους ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου!

Ο Σπύρος Μολφέτας, διευθυντής της σχολής Μωραϊτη.

Ο Σπύρος Μολφέτας, εκπαιδευτικός, διευθυντής της Σχολής Μωραϊτη άνοιξε την βιβλιοπαρουσίαση:

“Το βιβλίο Πανηγύρια στο Αιγαίο, το πήρα στα χέρια μου υπό τη μορφή δοκιμίων εκτύπωσης τα περασμένα Χριστούγεννα. Ο καλός φίλος Γιώργος Πίττας μου το έδωσα να του  ρίξω μια ματιά και να του πω τη γνώμη μου. Η αλήθεια είναι ότι το ρούφηξα ξεχνώντας πολύ συχνά το σκοπό για τον οποίο  το διάβαζα.  Με γοήτευσε η απλότητα και αμεσότητα της γραφής, η τεκμηρίωση των δεδομένων που μετατρέπονταν σε πληροφορίες , το μεράκι του ανθρώπου που αλώνισε το Αιγαίο, καταρχήν για να ζήσει ο ίδιος τα δρώμενα, να γλεντήσει να χορέψει, να νιώσει την κατάνυξη που αποπνέει η όλη διαδικασία, αλλά ταυτόχρονα να αφουγκραστεί να καταγράψει να απαθανατίσει και να διασώσει με τον τρόπο αυτό, βιώματα και συνήθεις του λαού στα  νησιά του αρχιπελάγους…

Είχα την τύχη να έχω δάσκαλο στα μαθητικά μου χρόνια το Ματθαίο Μουντέ, θεολόγο, ποιητή αλλά προπάντων αιγαιοπελαγίτη με καταγωγή από τη Χίο.  Είχε για πολλά χρόνια μια ραδιοφωνική εκπομπή στο κρατικό ραδιόφωνο που λεγόταν «Αιγαίο ρίζα και διάρκεια». Αν ζούσε θα αφιέρωνε πολλές εκπομπές του στη δουλειά του Πίττα. Θα ένιωθε περήφανος που ένας μερακλής άνθρωπος καταπιάστηκε με τούτο το θέμα και το ερεύνησε με τιμιότητα, επάρκεια και πληρότητα. Ο Πίττας ανήκει στην σπάνια κατηγορία των ανθρώπων που σήμερα αποτελούν είδος εν ανεπαρκεία, εκείνων , δηλαδή, που νιώθουν την υποχρέωση να προσφέρουν. Δεν είναι λαογράφος, κοινωνικός ανθρωπολόγος, ιστορικός ή δημοσιογράφος, δεν ανήκει στην ακαδημαϊκή κοινότητα, δεν επιχορηγείται από κοινοτικά κονδύλια για την έρευνα, ή από τον κρατικό κορβανά. Είναι μια μορφή που παραπέμπει στο Υπερωκεανιο του Εμπειρίκου που τραγουδάει και πλέει με άσπρο στο σώμα του  και κίτρινο στις τζιμινιέρες, αρμενίζει ως αέναος ταξιδευτής το Αιγαίο, γιατί βαρέθηκε τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων, παρατηρεί και βιώνει, ερευνά και συνάμα ζει με όλη του την ψυχή το γλέντι, μοιράζεται ενδεχομένως τη θρησκευτική κατάνυξη, και μας κλείνει το μάτι καλώντας μας να τα μοιραστούμε όλα αυτά μαζί του…

Στο τούτο το σημείο βρίσκεται και ένα από τα μεγάλα στοιχήματα αυτού του βιβλίου. Να μας σηκώσει από την καρέκλα, να μας κάνει να καταλάβουμε ότι τα πανηγύρια είναι κομμάτι και της δικής μας παράδοσης, είναι η αφορμή να διεγερθούν και να συντονιστούν διάφορες δημιουργικές δυνάμεις μιας τοπικής κοινωνίας οι οποίες σε συνδυασμό με φυσικό περιβάλλον να μετουσιωθούν σ’ ενα γλέντι τρικούβερτο που ενδέχεται να μας αφορά και να μας αρέσει….

Συνολικά πιστεύω ότι στους καιρούς που διανύουμε, τα πανηγύρια μπορούν να μας κάνουν να επαναπροσδιορίσουμε έννοιες όπως το εμείς ή το όλοι μαζί, σε αντίθεση με το εγώ ή το ο καθένας για την πάρτη του.

Θεωρώ ότι το βιβλίο Πανηγύρια στο Αιγαίο, ανοίγει δρόμους προς αυτή την κατεύθυνση…”

Η Μπήλιω στη σκιά του Ηλία.

Ακολούθως η Μπήλιω Τσουκαλά παρ’ όλη τη λεπτή της θέση, έβαλε όπως πάντα τάξη στα πράγματα:

“Εξαρχής να σας εξομολογηθώ  ότι  μού είναι δύσκολο να μιλήσω για κάποιον που είναι τόσο κοντά μου, όπως είναι ο συγγραφέας αυτού του του βιβλίου που σήμερα παρουσιάζουμε εδώ, και για κάτι που έζησα από τόσο κοντά όλα αυτά τα χρόνια, το πώς δηλαδή γράφτηκε αυτό το βιβλίο.

Αν ο Γιώργος δεν ήταν άντρας μου, θα ήμουν λιγότερο φειδωλή στα λόγια μου για να περιγράψω τη σπουδαιότητα, τον πλούτο και το βαθύ περιεχόμενο αυτού του βιβλίου, και εάν δεν έλειπε τόσο πολύ από το σπίτι όλα αυτά τα χρόνια που ταξίδευε στο Αιγαίο για να κάνει την έρευνα για τα Πανηγύρια των νησιών, ίσως να ήμουν πιο ανεκτική μαζί του.

Το θέμα πάντως είναι ότι τούτο το βιβλίο, το νέο πόνημα του Πίττα, έχει έναν όγκο δουλειάς που δύσκολα περιγράφεται. Είναι το αποτέλεσμα μιας έρευνας και καταγραφής πολλών ετών, πάνω από 20, σε όλα σχεδόν τα νησιά του Αιγαίου. Πήγε, έψαξε, βρήκε. Ρώτησε ανθρώπους, μίλησε μαζί τους, άντλησε πηγές και μνήμες από τους παλαιότερους. Έκανε πάρα πολλά ταξίδια. Ταξίδια  άπειρα τον αριθμό. Συχνά κοπιαστικά, γύριζε σπίτι καταταλαιπωτημένος. Αλλά και χαρούμενος, όταν έβρισκε ένα καλό πανηγυράκι, που τον γέμιζε με την αυθεντικότητά του και την αλήθεια του.

Υπήρχαν φορές που φύγαμε για διακοπές οικογενειακώς μαζί με τον γιό μας σε κάποιο κυκλαδονήσι, και εκείνος μας παρέσερνε – εντέχνως – να πάμε σε κάποιο χωριό όπου είχε ακούσει για κάποιο καλό πανηγύρι. Και έτσι, αντί να κάνουμε διακοπές, όπως όλοι οι άνθρωποι, μπάνια και τα λοιπά, εμείς  – γιος μας μικρός τότε, δεν έφερνε αντιρρήσεις – καταλήγαμε στην περιπέτεια ενός πολύωρου ποδαρόδρομου, ή και ορειβασίας για να φτάσουμε στη δύσβατη περιοχή του πανηγυριού και μετά σε ολονύκτια γλέντια, με το χάραμα να μας βρίσκει  να ψάχνουμε κάποιο χώρο για να κοιμηθούμε.

Ο Πίττας έχει μια μεγάλη αντοχή στα δύσκολα  ( μπορεί για αυτό να με παντρεύτηκε κιόλας… ) όπως επίσης έχει και ένα πάθος με την αυθεντικότητα. Αυτός ο συνδυασμός του δίνει το σθένος αλλά και τον οπλίζει με την απαραίτητη εμμονή, να αναζητά χωρίς να υπολογίζει κόστος και θυσίες, αυτό που έχει βάλει στο μυαλό του.

Οι σπουδές του στο Παρίσι, οικονομίας και φιλοσοφίας, αλλά και τα διαβάσματά του, του έδωσαν τη Μέθοδο, δηλαδή τον τρόπο της σκέψης να μπορεί, αυτά που βλέπει, να τα βάζει στη σωστή τους διάσταση, να τα τοποθετεί στο χώρο και στον χρόνο με τη σαφήνεια του μελετητή και την μεθοδικότητα του ερευνητή.

Νομίζω πως ο Γιώργος δεν θα είχε γράψει κανένα από τα βιβλία του, εάν δεν διακατεχόταν από ένα μεγάλο πάθος. Να ψάχνει και να βρίσκει την αλήθεια των πραγμάτων. Τους αληθινούς τόπους, τους αυθεντικούς ανθρώπους, τα ειλικρινή συναισθήματα. Τέτοια ακριβώς που εντόπισε στα Πανηγύρια του Αιγαίου, από την  πρώτη στιγμή που ήρθε σε επαφή μαζί τους, παληκαράκι 20 ετών, όταν την κοπάνισε από τη βάρδια στο πλοίο όπου υπηρετούσε ναύτης τότε, και πήγε με έναν κληρούχα φίλο του σε ένα πανηγυράκι στη Σίφνο.

Αυτό ήταν. Το λέει και μέσα στο βιβλίο του. Ερωτεύτηκε από τότε τα Πανηγύρια και τον κόσμο τους.

Φαίνεται, πως η αλήθεια των πραγμάτων δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς να εντοπίσει όταν αποτελεί μέρος τους. Γι’ αυτό, ο Πίττας μπόρεσε και έκανε όλη αυτή τη σπουδαία δουλειά, πάνω στα Πανηγύρια του Αιγαίου. Γιατί, χωρίς να του ανήκει, μπήκε ψυχή τε και σώματι σε αυτό το σύμπαν, όπου το πάν-εγείρεται, και το κατέγραψε με σεβασμό και αγάπη.

Αυτό είναι και το ουσιαστικό στοιχείο, κατά τη γνώμη μου, που τον παρακινεί συνεχώς  σε νέες περιπέτειες και δεν τον αφήνει να ησυχάσει ποτέ…”

Η Μπήλιω Τσουκαλά με την Μιράντα Τερζοπούλου

Η Εθνολόγος Μιράντα Τερζοπούλου έκλεισε την βιβλιοπαρουσίαση με την αλληγορία της:

«Με τον Γιώργο Πίττα παρόλο που είμαστε και οι δυο ταξιδευτές και παραμυθάδες, μπεκρήδες και γλεντζέδες, δεν έλαχε να  συναντηθούμε σε τούτης  της ζωής τις στράτες. Ούτε σε ταξίδια ή ταξιδιάρικα βιβλία ούτε σε ταβέρνες ή ταβερνιάρικα βιβλία. Ήρθε η ώρα τώρα, αφού μάλλον είμαστε κι οι δυο για τα πανηγύρια. Για να σοβαρευτώ λίγο: με αναζήτησε, μαθαίνοντας ότι κι εγώ για χρόνια  συμμετέχω -με τους δικούς μου τρόπους- και μελετώ διάφορες ιεροτελεστικές συνάξεις απ’ αυτές που περιλαμβάνουμε κάτω απ’ τον γενικό χαρακτηρισμό «πανηγύρια». Μου έδωσε μια σχεδόν τελειωμένη μορφή του βιβλίου του και ζήτησε τα σχόλια και την κριτική μου, διατυπώνοντας με εφηβική σεμνότητα την αγωνία και ανασφάλεια που ένιωθε για την επιστημονική εγκυρότητα και πληρότητα του έργου του. Άθελα του μου έδινε ένα πρώτο δείγμα ποιότητας.

Το βιβλίο το ρούφηξα και το απόλαυσα κρατώντας πλούσιες και σχεδόν πάντα θετικές σημειώσεις σχετικά με τη δομή και τη σύνθεση του απέραντου υλικού του, την ερευνητική του ματιά, τις λεπτομερειακές παρατηρήσεις, τα σχόλια ή τον τρόπο γραφής του.

Όταν όμως μου έδωσε τη χαρά να με καλέσει σ’ αυτήν εδώ τη γιορτή, όλες εκείνες οι παρατηρήσεις πέταξαν απ’ το κεφάλι μου προς άλλες πιο χειμωνιάτικες ίσως συνθήκες, ενώ κάτι στο βάθος  του μυαλού μου στριφογύρναγε επίμονα. Έψαξα και εντέλει βρήκα εκείνο που έπρεπε να θυμηθώ, αφού κάποιος άλλος είχε προλάβει να γράψει πριν πολλά χρόνια, ό,τι περίπου κι εγώ θα ήθελα να πω σήμερα μιλώντας όχι για τις επιμέρους αρετές του βιβλίου αλλά για κάτι γενικότερο, κάτι που τις υπερβαίνει μα και τις περιέχει.

Είναι ένα απόσπασμα από την εισαγωγή που έγραψε κάποτε στο βιβλίο του «Ο Αστρολάβος, ήτοι ένα παράξενον βιβλίο όπου περιέχονται περίεργες ιστορίες και περιγραφές από διάφορα μέρη, που εσύναξεν με πολύ πόθον και που ομιλεί για τους ανθρώπους και τις τέχνες τους, για τον τρόπο της ζωής και τα εξωτικά τους έθιμα και πολλά άλλα εις τους πολλούς άγνωστα….», ο υπέροχος παλιοκαιρίσιος Φώτης Κόντογλου. Απόσπασμα που αναφέρεται στα ταξίδια και τα βιβλία, και που νομίζω πως αποτελεί το πιο ταιριαστό προφητικό εγκώμιο για το εξαιρετικό νεογέννητο βιβλίο του Γιώργου Πίττα που απόψε σαν τις μοίρες μοιραίνουμε. Θα σας το διαβάσω, προσπαθώντας να μην προδώσω την μοναδική γραπτή λαλιά του αξέχαστου δάσκαλου.

«Στα σημερινά τα χρόνια οι άνθρωποι πετάνε στον ουρανό με  τ’ αεροπλάνα και ταξιδεύουνε με μεγάλη γληγοράδα, ώστε άρχεται η μια χώρα κοντά στην άλλη και φαίνεται η γης ίσα μ’ ένα πορτοκάλι. Με τούτο δεν πάει να πει πως ο κόσμος μίκρυνε. Πολλά μυστήρια είναι ακόμα, πλήθος τόποι κρυμμένοι και μυστικοί. Τα πιο πολλά έθνη ζούνε δίχως να βρεθεί κανένας άνθρωπος να γράψει την ιστορία τους…’Ομως όπου κατοικούνε άνθρωποι, το κάθε βουνό, νησί είτε ποτάμι έχει το όνομα του, πράμα που δείχνει πως η Γεωγραφία είναι παλαιότερη παρά η Ιστορία. Πολλοί ιστορικοί γράφουνε τάχα την ιστορία του κόσμου γράφοντας ολοένα πολεμικά και πολιτικά πράματα, για ρηγάδες και βασιλιάδες, σα νάναι αυτοί μονάχα ανθρώποι κι οι ντροπές και τα αίματα που χυθήκανε η μόνη προκοπή μας. Αυτά τα βιβλία έπρεπε να καίγονται σαν των αιρετικών…

Εμένα ό,τι μ’αρέσει σε κάθε τόπο το στορίζω με την τέχνη μου, πολλή είτε λίγη, δίχως να κάνω μηδέ φιλοσοφία μηδέ τίποτε. Το μεράκι μου είναι να κάνω μια ζωγραφιά απλή και καλοδουλεμένη που να φραίνεται όποιος τη βλέπει. Γιατί το μεγαλύτερο κέρδος στον άνθρωπο είναι το να φχαριστιέται με απλά και όμορφα πράματα. Αυτά που λένε πολλοί πως σήμερα το μυαλό μας άλλαξε κι αποζητά φιλοσοφίες και μηχανικές δεν το παραδέχουμε. Στο χέρι του ανθρώπου στέκεται να πονηρέψει ή ν’ απομείνει απλός.

Πολλά βλέπουνε τα μάτια μας, πολλά ακούνε τ’ αφτιά μας, μα λίγα ξεχωρίζουμε, λιγοστά δίνουνε θροφή στην καρδιά μας, κι άνθρωπος που δεν δίνει θροφή στην καρδιά μας δεν τον λογαριάζω για άνθρωπο. Ο Θεός έκανε ένα κεντίδι το ντουνιά, όπου να γυρίσεις να δεις μπορεί να φχαριστηθεί το πνέμα σου, φτάνει να μην έχεις σφαλίξει τη φλέβα π’ αναβρύζει μέσα σου….

Κι εγώ σπουδασμένος είμαι, μα κατάλαβα πως δεν είναι σωστό η σπουδή να ξεραίνει την καρδιά μας, παρά εμείς οι άνθρωποι πρέπει να δίνουμε πνοή και γλυκύτητα στη γνώση μας. Η πεθυμιά μου με δυο λόγια είναι να μοιάζει τούτο το βιβλίο  με κείνη τη φημισμένη πηγή στο Ταίναρο ακρωτήριο, κι όποιος κοίταζε μέσα στο νερό της έβλεπε ένα θέαμα θαυμαστό, τα καράβια ν’αρμενίζουνε και αδιάφορα λιμάνια του κόσμου σα ζουγραφιά μπροστά στα μάτια του»…

…Κι εγω τα ξαναθυμήθηκα και σας τα αφηγήθηκα εδώ, γιατί διαβάζοντας το βιβλίο του φίλου μας Γιώργου Πίττα, εκτός που ταξίδεψα, έμαθα, έζησα ή ξανάζησα πράγματα πολύτιμα για μένα από μια Ελλάδα που αλλάζει μα δεν χάνεται, ένιωσα πως διαβάζω ένα τέτοιο βιβλίο, απ’ αυτά που δίνουνε θροφή όχι μόνο στο πνεύμα μα και στην καρδιά μας.  Κι αυτό δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο».

Eπίλογος. Η σημασία και το νόημα των πανηγυριών

Καζάνια υπερμεγεθη σε πανηγύρι της Ικαριάς

Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου , είτε σαν προσκυνητής, είτε σαν επισκέπτης, είτε σαν ερευνητής, είχα την χαρά αυτά τα τριάντα χρόνια, να παραβρεθώ σε πάνω από διακόσια πανηγύρια. Γνώρισα εκατοντάδες μουσικούς, βιολάτορες, λυράρηδες, τσαμπουνιέρηδες και αφέθηκα επί ώρες συνεπαρμένος  στη μουσική τους. Ακουσα και τραγούδησα τραγούδια που οι στίχοι τους μου ραγίσαν την καρδιά, και άλλα  που μου την απογειώσαν.  Χόρεψα και ξεφάντωσα, καμιά φορά και μέχρι τελικής πτώσεως, μαθαίνοντας επί τόπου αρκετούς λιγώτερο γνωστούς παραδοσιακούς χορούς. Συνάντησα πολλούς σημαντικούς κληρικούς που παράλληλα με τον θρησκευτικό ρόλο τους πρωταγωνιστούσαν  στη κοινωνική ζωή του τόπου, αλλά και στο γλέντι και τη διασκέδαση.  Αντάμωσα δεκάδες μαγείρους που τάισε ο καθένας τους απ’ ένα ολόκληρο χωριό. Είχα την τύχη να μου εμπιστευτούν τις συνταγές τους και τα μυστικά της δουλειάς τους. Παραβρέθηκα  στις προετοιμασίες τους, στα μαγειρέματά τους που τα κατέγραψα, τα φωτογράφησα και βέβαια δεν παρέλειψα να δοκιμάσω τις απολαυστικές τους γεύσεις.

Γνώρισα μουσικούς που με εξέπληξε η αντοχή τους να παίζουν επί ώρες

Eφαγα μαζί τους, ήπια και μεθοκόπησα.  Συναναστράφηκα με αμέτρητους ντόπιους ηλικιωμένους και χρησιμοποίησα τις μαρτυρίες τους γιά να φωτίσω το σκοτάδι της αγνοίας μου. Γοητεύτηκα από την μουσικότητα της ντοπιολαλιάς τους και μαγεύτηκα από την ουσία και το περιεχόμενο των κουβεντών τους. Συζήτησα  με νέους ανθρώπους, απλούς επαγγελματίες, αγρότες, κτηνοτρόφους, ψαράδες, μαστόρους αλλά και μ’αυτούς που κατέχουν τα πόστα, διοικητικούς υπαλλήλους, στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αναπτύχθηκαν προβληματισμοί, κατατέθησαν σκέψεις, εκφράστηκαν φόβοι.  Γιά τα πανηγύρια φυσικά αλλά και για το βιός τους. Το μέλλον του τόπου τους και του πολιτισμού τους.

Αντάμωσα μοναδικά  τοπία, γνώρισα συγκλονιστικούς ανθρώπους και παρέκαμπτα με μαεστρία κάθε ασχήμια που έπεφτε στο δρόμο μου. Ανέβηκα σε κορυφές βουνών, γκρεμοτσακίστηκα, σύρθηκα σε στενόματα σπηλιών – παρ’ όλη την υψοφοβία και τη κλειστοφοβία που με κατατρέχουν –  ταξίδεψα με όλα τα πλωτά μέσα,  χρησιμοποίησα μέχρι τρία διαφορετικά πλωτά μέσα την ίδια μέρα  σε λογική σκυταλοδρομίας – για να φθάσω σ’ένα προορισμό, κατάστρεψα δυό  φωτογραφικές μηχανές και  βέβαια τη μέση μου.

Κληρικούς όπως ο παπα-Λευτέρης, κοντά στο ποίμνειο τους, στη χαρά και στο γλέντι

Ετσι δυό αράδες πριν τελείωσει αυτή η περίηγηση και χαρείτε και σείς το περιεχόμενο των ερευνών μου, τώρα που όλα μπήκαν στη θέση τους, και ένας ολόκληρος κύκλος ζωής έκλεισε, τώρα που η υπερδιέγερση και η υπερδραστηριότητα εκτονώθηκαν, έτσι λίγο πριν εμφανισθεί το νέο κενό, μπορώ να κάνω το ερώτημα στον εαυτό μου.

Τι είδες και τι κατάλαβες μ’όλα αυτά τα ταξίδια που τελικά που έκαμες ;

Η εποχή που συγκέντρωνα συστηματικά το υλικό για την παρούσα έκδοση, αφορά τα χρόνια από το 1998 μεχρι το 2011, δηλαδή την  πρώτη  δεκαετία του 21ου αιώνα. Είναι περίπου η περίοδος που η χώρα μας θα μπορούσε κανείς να πεί ότι πήγε από την κόλαση στον παράδεισο. Και όχι μόνο σε έναν τομέα. Από την είσοδό μας στην ΟΝΕ στην  καταστροφική συλλογική παράκρουση του Χρηματιστηρίου, από την υπερηφάνεια γιά την άψογη τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων στην κατάντεια και το ξεφτίλισμα των ντοπαρισμένων αθλητών, από τα σπουδαία δημόσια έργα  που αυξήσαν την αυτοπεποίθησή μας, στην αποκάλυψη των μεγάλων ρεμιούλων, από την ψευδαίσθηση ότι χώρα μπήκε στο δρόμο της ανάπτυξης  και της προόδου στην διαπίστωση ότι η χώρα μας βρίσκεται στα πρόθυρα της πτώχευσης. Από τη βεβαιότητα της αντίληψης ότι η ατομική καριέρα, ο εύκολος πλουτισμός, η επίδειξη πλούτου, ο καταναλωτικός τρόπος ζωής  είναι τα μοναδικά πλεονεκτήματα για καταξίωση στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, στη σκληρή πραγματικότητα ότι πρέπει να ξαναδούμε από την αρχή τη ζωή μας και να κοιταχτούμε  κατάματα στον καθρέπτη.

Μαγειρέματα σε καζάνια στις Δήλες

Στο περιθώριο αυτών των σκαμπανεβασμάτων στο κεντρικό κοινωνικό προσκήνιο, όταν έκανα τα ταξίδια μου, στους κόσμους των πανηγυριών ήλθα σε επαφή με μια άλλη πραγματικότητα. Δεν γνωρίζω αν οι προσωπικές μου ανάγκες με οδήγησαν σε μιά εξιδανίκευση των όσων έζησα και είδα. Γιατί είναι όπως προαναφέραμε και στην εισαγωγή. Όποιος ταξιδεύει ψάχνει να  ανακαλύψει πράγματα που έχουν σχέση κυρίως με τις ανάγκες του (προσωπικές ή της κοινωνίας του).  Ας συνοψίσουμε λοιπόν τι γνώρισα στα ταξίδια μου αυτά στα νησιά του Αιγαίου ψάχνοντας να ανακαλύψω τα πανηγύρια του.

Στα ταξίδια μου αυτά αντάμωσα μιά Ελλάδα που στο περιθώριο της σύγχρονης ζωής ξεχειλίζει από αξιοπρέπεια, φιλότιμο, λεβεντιά και που είναι συμφιλιωμένη – αν και βαθειά πικραμένη – με τη ζωή της και τον τόπο της. Μια άλλη Ελλάδα όπου το νόημα ζωής της και η φιλοσοφία της στηρίζεται σε τρεις βασικές αξίες:

1.  Κοινοτική ζωή με άλλες αρχές, όπου παράλληλα με το συμφέρον και το κέρδος, συνυπάρχει η αλληλεγγύη, η γενναιοδωρία και η προσφορά. Το συλλογικό συμφέρον σε σύμποια με το ιδιωτικό. Το μαζί αντάμα με το χώρια.

2.  Αγάπη όχι υποκριτική για τον τόπο. Ο τόπος είναι ιερός ακόμα και σε περιπτώσεις άκρατης καπηλείας και καταστροφής του, ειδικά απο τους εμπόρους της καταστροφής, η αγάπη για τον τόπο είναι εμφανής, μάχιμη και δρώσα.

3.  Αγάπη, φροντίδα, μεράκι γιά το επάγγελμα, Η μαστοριά, όλο το σύνολο των αποκτημένων γνώσεων από τους παλιούς αλλά και από τις σύγχρονες βιωμένες εμπειρίες.  Βιοτέχνες, τυροκόμοι, καλλιεργητές, μουσικάντηδες, κληρικοί, γεωργοί πασχίζουν να τιμήσουν το επάγγελμα και την δραστηριότητά τους.

Η απόλυτη γαλήνη και γλύκα ενός μικρού πανηγυριού

Κατά σύμπτωση και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά έχουν ένα κοινό παρανομαστή. Την αγάπη.

Η αγάπη για τον τόπο, τη δουλειά και τους συνανθρώπους είναι η συνταγή που μπορεί να δημιουργήσηει  βραχυκύκλωμα στην κυρίαρχη  ιδεολογία της σύγχρονης ζωής.

Στα πανηγύρια διακρίνουμε ανθρώπους που χαρακτηρίζονται και από τα τρία  αυτά χαρακτηριστικά. Και βέβαια τα συναισθήματα αυτά τα βλέπεις όσο κατεβαίνεις την οικονομική και κυρίως την κοινωνική κλίμακα, όπως οι μεροκαματιάρηδες της  οικοδομής, οι μικροεπαγγελματίες, οι αγρότες, οι κτηνοτρόφοι, οι ψαράδες, οι ανήσυχοι και προβληματιζόμενοι νέοι. Και συναντάς ανθρώπους που κατέχουν έναν μοναδικό πολιτισμό και αρετές που σπάνια θα συναντήσεις στην σημερινή μας υπερκαταναλωτική κοινωνία. Και που σίγουρα δίνουν μια προοπτική σε όσους πιστεύουν ότι υπάρχει ελπίδα και οτι υπάρχουν ζωντανά και όχι θεωρητικά δείγματα μιάς άλλης ζωής.

Πανηγύρι στην Βρυκούντα της Καρπάθου. Η απόλυτη εντυπωσιακή εμπειρία.

Τα πανηγύρια – ακόμα και σήμερα – γιά τους επιστήμονες και τους ερευνητές είναι ένας τομέας έρευνας λαμπρός που αποβλέπει στην διεύρυνση των γνώσεων που οδηγούν στη κατάκτηση της εθνικής αυτογνωσίας.

Για τους ντόπιους τα πανηγύρια είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους, αλλά και ένα μέσο για να επιβεβαιώσουν την κοινωνική τους συνοχή και να τονώσουν την  τοπική τους πολιτιστική αυτοπεποίθηση,  ενώ για τους Έλληνες επισκέπτες εκτός της χαράς, της διασκέδασης, τα πανηγύρια είναι ένα μέσο να ξανάρθουν σε επαφή με τη  κοινοτική ζωή, να ξαναζήσουν έστω και περιστασιακά  μιά ζωή γεμάτη αλληλεγγύη, συνεργασία, πλούσιους συμβολισμούς και ένα απίστευτο πλούτο πολιτιστικών αξιών. Γεγονός που θα τους προβληματίσει γιά τη στάση τους στη τρέχουσα πραγματικότητα της πόλης.

Πως να μην απολαύσεις τέτοια ευλογημένα φαγητά!

Τέλος για τον Τουρισμό, τα πανηγύρια, οι γιορτές, τα δρώμενα, ο τρύγος, το μάζεμα της ελιάς, τα χοιροσφάγια, οι καζανιές μπορούν να γίνουν οι καλύτεροι πρεσβευτές  της Ελλάδας, για όσους στα ταξίδια τους και τις περιηγήσεις τους ψάχνουν να   βρουν αποσπάσματα “διαμαντάκια” της πραγματικής ζωής, και που θα αποτελέσουν τη βάση  ενός εναλλακτικού  πολιτιστικού τουρισμού μόνον για όσους, είναι βέβαια σε θέση να τα εκτιμήσουν.

Παρ’ όλες τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που έχουν γίνει στις τοπικές   κοινωνίες των νησιών του Αιγαίου τα τελευταία πενήντα χρόνια, αλλαγές που ανέτρεψαν αιώνων ήθη και έθιμα και πρωταρχικά την ουσία της παραδοσιακής κοινότητας, τα πανηγύρια εξακολουθούν να αποτελούν ένα κοινό μέσο έκφρασης και να είναι ένας τρόπος ζωής  για μιά σημαντική μερίδα ανθρώπων.  Συμμετέχοντας στα πανηγύρια, αλλά και σε άλλα δρώμενα, θεωρούν ότι αντιστέκονται στην αποξένωση από την παραδοσιακή τους κουλτούρα που είχε σαν κεντρική ουσία την συνοχή της κοινότητας .

Πανηγυράκι στον πανέμορφο Εμπορειό της Νισύρου.

Από την Σαμοθράκη ως το τα Αντικύθηρα και από την Φολέγανδρο ως την Σύμη, στα πανηγύρια του Αιγαίου Αρχιπελάγους, οι ατελείωτες ώρες εθελοντικής εργασίας για την προετοιμασία του φαγητού και των διαφόρων  τελετουργιών, η ομαδική δουλειά χωρίς υλική ανταμοιβή, το γενναιόδωρο δόσιμο χωρίς μετρήσεις και υστεροβουλίες, το κλίμα αλληλεγγύης και αδελφοσύνης, η αίσθηση της χαράς του και του γλεντιού, επιβεβαιώνουν και ισχυροποιούν το συναίσθημα του να ανήκεις στην κοινότητά σου και στον τόπο σου.

Ανεξάρτητα απο τις ομοιότητες ή τις διαφορές  των πανηγυριών απο τόπο σε τόπο ( θέματα που απασχολούν τις επιστήμες της Κοινωνιολογίας, της Ανθρωπολογίας,  της Μουσικολογίας, της Λαογραφίας κλπ) το νόημα και το μήνυμά τους έχουν να μας διδάξουν πολλά.

Πανηγύρι με τα όλα του στον Άγιο Δημήτρη της Ικαριάς

Στην υποκρισία των σύγχρονων κοινωνικών συναναστροφών και στη φυγή των virtual ταξιδιών, τα πανηγύρια έρχονται να μας υπενθυμήσουν ότι υπάρχει και η ζωή. Η ζωή μαζί με τους άλλους.

Σ’ αυτά τα υπολείματα κοινοτικής ζωής διαβλέπουμε και εμείς  ίσως την  απάντηση στον ενιαίο και ολοκληρωτικό Παγκόσμιο πολιτισμό, τον πολιτισμό του συμφέροντος, της ιδιοτέλειας και του κέρδους που απειλεί να μας ισοπεδώσει….

Πανηγυράκι του Σταυρού στην Αμοργό

Tα δρώμενα της Καθαράς Δευτέρας στη Χίο.

Το πρόγραμμα  της Καθαράς Δευτέρας ήταν αρκετά φορτωμένο για θα συμπεριλάμβανε την επίσκεψη σε δύο «αγάδες» και έναν «νεκρό». Ξεκινήσαμε  πρωί-πρωί προς τα Νοτιόχωρα. Το έθιμο του «αγά» γίνεται κάθε χρόνο την Καθαρή Δευτέρα στα Μαστιχοχώρια –  Ολύμποι, Μεστά, Ελάτα και Λυθί –  και έχει τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία, όταν η Τουρκική Διοίκηση συνεχώς ανικανοποίητη, απαιτούσε από τους χωρικούς αβάσταχτους φόρους.

Συγκεκριμένα περί του εθίμου ο Παντελής Κόκκαλης στο «Απόκρεω εν Τουρκοκρατία στη Χίο» αναφέρει :

« Οι χοροί εκρατούσαν έως την Κρεατερή Κυριακή, την δε Δευτέραν  της Τυροφάγου παρίστανον τον Αγάν προς ανάμνησιν του ότι εις τους Ολύμπους κατοικούσε προ του1822 κάποιος αγάς, επόπτης των Κυβερνητικών δικαιωμάτων επι της μαστίχης, την οποίαν ο κάθε κάτοικος ήτο υποχρεωμένος να παραδίδει ως φόρον εις την Κυβέρνησιν, είχε δε τότε το δικαίωμα να δικάζει μικράς υποθέσεις».

Από τότε το δρώμενο της αναπαράστασης του Αγά έχει ως εξής.

Ο Αγάς παρέλαβε έναν επισκέπτη

Ένας  από τους χωρικούς – που να είναι δυναμικός, χωρατατζής, ετοιμόλογος  και να ξέρει πρόσωπα και καταστάσεις – ντύνεται τούρκος Αγάς και κάθεται σε μιά εξέδρα που στήνεται για αυτό τον σκόπο στην πλατεία του χωριού. Πλάι του στέκεται ο βεζύρης του Αγά (σημερινός εισαγγελέας), ο γραμματέας που βαστά τα πρακτικά της δίκης και δυό δικαστικοί κλητήρες.  Μπροστά τους στην τράπεζα στρωμένα γλυκά, φρούτα και μπόλικη ρακί. Την Καθαρά Δευτέρα λοιπόν, η πλατεία γεμίζει κόσμο που κάθονται να φάνε, να πιούν  και να διασκεδάσουν.

Ο Αγάς ψαρεύει «θύματα» είτε απο τους καθισμένους είτε απο τους περαστικούς που σε περίπτωση δεν προσέλθουν, οδηγούνται με το στανιό από τους δυό ζαπιέδες (κλητήρες, αστυνομικούς). Ο Αγάς τους κατηγορεί για  φαινομενικά αστείες αιτίες, σχετικές όμως με τη προσωπικότητα και την επαγγελματική ιδιότητα κάθε κατηγορούμενου.

Πολλές φορές τα αστεία κρύβουν κάποιους  υπαινιγμούς για πραγματικές καταστάσεις – ειδικά αν αφορά εργολάβους δημοσίων έργων ή πολιτικούς – αλλά είναι τέτοιο το πνεύμα της ημέρας ( χαρά, αυτοσαρκασμός και διακωμώδηση των πάντων)  που ο καθείς πληρώνει το αντίτιμο του προστίμου του και μέσω γέλιων και αστεϊσμών αποχωρεί ευτυχής.

Ο χορός των παντρεμένων στα Μεστά

H επισκεψή μας στα Μεστά ήταν σύντομη, διότι τον κόσμο και το περιβάλλον του χωριού, το είχαμε χαρεί πριν δυό μέρες  το Σαββάτο όταν παρευρεθήκαμε στη γιορτή των παντρεμένων. Τα παλιά τα χρόνια γιορτάζαν μόνοι τους το ένα Σάβββατο οι λεύτεροι, το επόμενο οι παντρεμένοι και την Καθαρά Δευτέρα όλοι μαζί.  Το γλέντι είχε ξεκινήσει με τα «χοντρά» όργανα, τις τσαμπούνες και τα τουμπάκια και όταν φτιάχθηκε το κέφι ήλθαν και τα «ψιλά» τα κλαρίνα, βιολιά, λαγούτα  και μπουζούκια.

Ο χορός των μασκαρεμένων παντρεμένων,

Στους Ολύμπους πέντε λεπτά δρόμος, χαρήκαμε το δρώμενο του Αγά. Το χωριό πραγματικά το πιό καλοδιατηρημένο απο τα Μαστιχοχώρια όχι μόνο στο εσωτερικό του, αλλά και στο εξωτερικό του. Καμία σύγχρονη κατασκευή  δεν χαλούσε την  εικόνα του Μεσαιωνικού οικισμού. Οταν διασχίσαμε τα στενά σοκάκια με το καλντερίμι και ανταμώσαμε τη μικρή πλατεϊτσα νομίσαμε οτι βρισκόμαστε σε μιά ψεύτικη σκηνογραφία.

Σκηνικό εξαίρετης αισθητικής

Η εμπιστοσύνη που δώσαμε σε ένα κοριτσόπουλο την Ελευθερία, στέλεχος του ξενοδοχείου που μέναμε, όταν μας είπε ότι ο καλύτερος αγάς είναι στους Ολύμπους  είχε επιβραβευθεί.

Η γραφική πλατεϊτσα των Μεστών

Στα τραπέζια ο κόσμος έτρωγε τα νηστίμα με τις λαγάνες και ο Αγάς προθερμαινόταν για τις δίκες. Καλόβολος μεν και με μικρά πρόστιμα αλλά με  τσουχτερή γλώσσα,  δεν άφησα άνθρωπο να μην τον περάσει γεννεές δέκα τέσσερεις. Ενδιαμέσως των δικών πέφταν και δυό τρεις χοροί έτσι ώστε να ξεδίνει και ο κόσμος.

Ο Αγάς διαπραγματεύεται το πρόστιμο με τον κατηγορούμενο

Η ώρα πέρναγε όμορφα με δίκες και με νηστήσιμα, αλλά έπρεπε να αλλάξουμε προορισμό και βαριά την καρδιά αναχωρήσαμε. Το γλέντι του «νεκρού» μας τόχαν προτείνει πολλοί, και  κατά το απομεσήμερο πήραμε το δρόμο γιά τον Άγιο Γιώργο τον Συκούση. Το έθιμο αυτό χρονολογείται απο πολύ παλιά και γίνεται απ’ όλο το νησί μοναχά σ’ αυτό το χωριό…

Παρ’ ότι η  δέηση και το άνοιγμα της διαθήκης του «νεκρού» θα γινόταν στην αίθουσα εκδηλώσων του Δημοτικού σχολείου, στο τόπο που είχαν στηθεί  τα τραπέζια και τα όργανα για το γλέντι, εμείς  – όπως αρμοδίως μας είχαν δασκαλέψει – πήγαμε στο  ταβερνάκι της Μαρίας, στη γειτονιά του Πρίνου.

Στο φούμο ρίξαμε και ούζο για να αρωματισθούμε

Εκεί  η ανδροπαρέα φίλοι του «νεκρού» προετοιμάζαν την τελετή, μασκαρευόντουσαν, πίναν, τρώγαν και γλεντούσαν με τα τσαμπουνοτούμπακα.  Μπαίνοντας μέσα, μας υποδέχθηκαν με αλαλάζουσες κραυγές  μας μουτζούρωσαν και μας καπελώσαν. Το έθιμο του μουτζουρώματος βαστά από τα παλιά χρόνια,  όπου στις μέρες μας , μες  στο φούμο απο την πυροστιά, , ρίχνουν και λίγες σταγόνες ούζο για νάναι μυρωδάτο!

Το φούμο και το κραγιόν έδωσαν και πήραν

Οι κόκκινοι χρωματισμοί γινήκαν από τα κραγιόν των γυναικών των φίλων  του εκλειπόντος που ακόμα θα τα ψάχνουν. Ενώ μέσα στην στενόχωρη αλλά φιλόξενη κάμαρα του ταβερνείου γινόταν χαμός, στον δρομίσκο απ’ έξω, καθάριζαν τα βάγια της λειτανίας, έφτιαχναν τα λάβαρα με τις κεφαλές των σφαγμένων κριαριών και σκάρωναν την κάσα του μακαρίτη.

Του τοποθέτηση του νεκρού στη αυτοσχέδια κάσα.

Μιά  σκάλα σαν βάση,  και απο πάνω μουσαμάδες, με  μιά στρώση άχυρο σαν  στρώμα  , για να μην πονέσει ο μακαρίτης. Οταν έφθασε η ώρα, θα ήταν τέσσερεις, σηκώθηκαν γιά την πομπή. Ξάπλωσαν τον «νεκρό» του βάλαν κάθετα ανάμεσα στα σκέλια του,  ένα κούτσουρο, ομοίωμα ανδρικού φαλλού για να φαίνεται η λεβεντιά του εκλειπόντος, στήθηκαν στη σειρά τα τουμπάκια, οι τσαμπούνες,  τα λάβαρα, η απαρηγόρητη χείρα  οι 6 νεκροθάφτες και ο νεκρός, οι παπάδες με την αγιαστούρα και πίσω πλήθος κόσμου.

Η περιφορά του νεκρού στο χωριό

Η λειτανεία πέρασε από τις περισσότερες γειτονιές με ενδιάμεσες στάσεις για να γίνουν οι σχετικές δεήσεις και τέλος κατέληξε στο Δημοτικό σχολείο. Εδώ στη μεγάλη αίθουσα, παρουσία όλου του χωριού εκηδεύθη ο άμοιρος νεκρός, ενώ ο παπάς  πλάι  εκφώνησε  τη διαθήκη, τρεις ολόκληρες σελίδες αποκλειστικά σεξουαλικού περιεχομένου. Ας αρκεστούμε στην εισαγωγή  :

Οι παπάδες με την αγιαστούρα προηγούνται

« Στερνή επιθυμία μου είναι σαν θα πεθάνω

εκατοντάδες γυναικών στον τάφο μου απάνω

να πλακωθούν ολόγυμνες από μπροστά και πίσω

μπά και καβλώσω πιά και γω και σηκωθώ και χύσω…»

Η απαγγελιά της διαθήκης ενώπιων όλων των κατοίκων, μικρών, μεγάλων διήρκεσε αρκετό χρόνο –  καθότι είχε πολλά να αφήσει ο μακαρίτης – και αντιμετωπίσθηκε χωρίς κανένα ίχνος  πουριτανισμού και  σεμνοτυφίας…

Η ανακοίνωση της διαθήκης

Το δρώμενο του «νεκρού» είναι παλιό και εδώ και πολλά χρόνια ερευνητές ή περιηγητές αφηγούνται το έθιμο όπως ο Παντελής Κόκκαλης στο «Απόκρεω επί Τουρκοκρατίας εις την Χίον» :

«Αι εορταί των Απόκρεω εις την Χίον ως και αλλαχού, ίναι απομεινάρια Διονυσιακά μαρτυρούντα προφανώς την συνέχειαν της ελληνικής φυλής δια μέσου των αιώνων. Ο κυκλικός χορός, ο αποκριάτικος, αι μεταμφιέσεις, αι μιμητικαί κινήσεις, τα σύμβολα που παριστάνουν την παντός είδους γονιμότητα, είναι παρόμοια των εορτών των Διονυσιακών.

Ακόμα και οι αστεϊσμοί, αι τολμηραί αθυροστομίαι, αι ισχύουσαι μέχρι τινών ετών εις Χίον ομοιάζουν τους «γεφυρισμούς» ή «τα εξ αμάξης» τα οποία ελέγοντο κατά την λατρείαν του Διονύσου. Αι Απόκρεω συμβολίζουν την είσοδον από τον θάνατον, δηλαδή τον χειμώνα εις την ζωήν, την άνοιξι. Και το γεγονός πανηγυρίζεται με έξαλλον τρόπον προς εκδήλωσιν της αγάπης που τρέφει ο άνθρωπος εις την ζωήν».

Το λάβαρο με την κεφαλή του τράγου

Φεύγοντας απο το όμορφο νησί  της Χίου, με μοναδικές εντυπώσεις,  θά θελα  να ευχαριστήσω κατ’ αρχάς τους δυό καθοδηγητές μου στο νησί. Την Βάσω Κριτάκη που επί μήνες  ολόκληρους αλληλογραφούσαμε  ώσπου  νάλθει η στιγμή της επίσκεψης  και όπου μου παρέδωσε ένα απίστευτο «εγχειρίδιο» με πληροφοριοδότες – από ερευνητές, μουσικούς μέχρι και παστελάδες –, πανηγύρια και δρώμενα.

Τον παλιό φίλο Γιώργο Μισσετζή που επι 4 ημέρες με συνόδευε στα ταξίδια μας στα δρώμενα της Αποκριάς.. Στη συνέχεια τη Αριστέα Κουφοπαντελή, βιβλιοθηκονόμο της Βιβλιοθήκης Κοραή – της μεγαλύτερης περιφερειακής βιβλιοθήκης της χώρας μας –  που με καθοδήγησε με ιδιαίτερη φροντίδα και επιμέλεια  στον εντοπισμό και το ξεδιάλεγμα της σχετικής βιβλιογραφίας απο τους 200.000 διαθέσιμους τίτλους. (βιβλιογραφία  και υλικό που χρειασθεί για την μετέπειτα έρευνά μου).

Τον Βαγγέλη Ρουφάκη εκδότη του περιοδικού Δάφνη γιά τις πολύτιμες του πληροφορίες αλλά και για τις σπάνιες φωτογραφίες απο το φωτογραφικό του αρχείο  που ευγενώς μου παραχώρησε.

Η οικοδέσποινα των Μεστών

Και απο κει και πέρα την κυρία Αγγελική Συράκη, τον Κυριάκο και τον Δημήτρη Φρεζούλη, την Αννα Κλαδιά,  την  Ελευθερία Παπαγιαννάκη και τέλος το καταπληκτικό ξενοδοχείο (με πολύ ενδιαφέρον Πρωινό…)  Ελληνικό Κάστρο που με φιλοξένησε όλες αυτές τις μέρες του αποκλεισμού μου.

Κάποια σχόλια για ένα πετυχημένο συνέδριο γαστρονομίας

Λουκούμια και ψημένη ρακί, θα σε υποδεχθεί σαν τα καταφέρεις να φθάσεις στο Μοναστήρι...!

Oλοκληρώθηκαν με μιά απρόσμενη επιτυχία οι εργασίες  του συνεδρίου της ΙΜΙC 2011 με  θέμα: “ Valuing the food experience”. Το γεγονός χαροποίησε  όχι μόνο τον εμπνευστή  και διοργανωτή του, Κώστα Κωσταντινίδη, αλλά και όλους εμάς που είτε από τη θέση του ομιλητή, είτε του ακροατή, παρακολουθήσαμε  με αμείωτο ενδιαφέρον επί ένα διήμερο  απόψεις, σκέψεις και προβληματισμούς. Προσωπικά νομίζω ότι ήταν το πιό πλήρες και ολοκληρωμένο συνέδριο που έχει γίνει για το  νόημα και τον ρόλο της “Ελληνικής γαστρονομίας”.

Ο κάθε τόπος, έχει τον γαστρονομικό του πολιτισμό του και βέβαια τα γλυκά του.

Η οργάνωση των θεμάτων σε κύκλους με τραπέζια θεματικά  βοήθησε πολύ την ανάπτυξη των προβληματισμών. Με τον τρόπο αυτό παρουσιάσθηκαν κατά ενότητες οι εμπειρίες  γαστρονομικών δράσεων περιφερειακών φορέων, οι απόψεις εστιατόρων, οι απόψεις δημοσιογράφων εκπροσώπων περιοδικών γαστρονομίας, η σχέση του επώνυμου κρασιού με  τον Τουρισμό,  η γαστρονομία και η δύναμη του μάρκετινγκ, η γαστρονομία και οι διαστάσεις της (Υγιεινή, Θρεπτική, Πολιτισμική κλπ)

Οι ομιλητές  ήσαν πράγματι από τους κορυφαίους κάθε κλάδου και άλλες φορές υποστήριξαν σημαντικές αλλά παγιωμένες πλέον πεποιθήσεις και άλλοτε εξέπληξαν με την τόλμη τους. Κεντρικές έννοιες γύρω από τις οποίες περιεστράφησαν οι συζητήσεις και οι ομιλίες ήσαν η ταυτότητα κάθε τόπου, τα τυπικά τοπικά προϊόντα, η ποιότητα και τα σύμφωνα ποιότητας, η συνδεση τουρισμού και πρωτογενούς τομέα, το αποτύπωμα άνθρακα κάθε προϊόντος, ο πολιτισμός της καθημερινότητας, το μάρκετινγκ, ο ρόλος των  social media, ο μουσακάς, το επώνυμο κρασί, η παράδοση και η καινοτομία κλπ.

Γεύμα σε ένα πανηγυράκι των νησιών του Αιγαίου.

Νομίζω όμως οτι γιά πρώτη φορά υπήρξε μιά τόσο καθαρά εκφρασμένη σύμπτωση απόψεων μεταξύ της πολιτείας, όπως εκφράστηκε δια στόματος, υπουργού Τουρισμού και Πολιτισμού,  Παύλου Γερουλάνου, του προέδρου ΕΟΤ, Νικόλα Κανελλόπουλου και της  βουλευτού  Μάγιας Τσόκλη  και όλων των φορέων  και  ομιλητών.

Η επομένη μέρα, μετά απο αυτό το χορταστικό συνέδριο, εστιάζεται στο πως όλος αυτός ο πλούτος των ιδεών, των προτάσεων, όλη αυτή η κινητικότητα θα μετατραπεί σε ένα κίνημα…!

Θα λεγα ότι την ανάγκη για δράση σχολίασε με τον μοναδικό τρόπο της η  Meredith Pillon, στην εισηγήση της  “Τhink Locally, Act Globally”. Μετά από την εξαίρετη αφήγηση της κατέληξε στο ανακουφιστικό και λυτρωτικό σύνθημα:

“…Just do it !!!!”

Τελετουργική γαστρονομία σε πανηγυράκι των Κυκλάδων.

Δεν είναι και ότι πιό εύκολο να συμπυκνώσεις σε μιά κόλλα χαρτιού, τις εισηγήσεις των 57 ομιλητών, γι αυτό και θα επιχειρήσω να αναφερθώ ενδεικτικά  σε δυο-τρία αποσπάσματα, απ’ αυτές που μου  έκαναν την μεγαλύτερη εντύπωση.

Η  πιό σημαντική δεθνής  παρουσία του συνεδρίου ήταν ο διάσημος καθηγητής Jafar Jafari του Πανεπιστήμιου Wisconsin (USA). Πρωτοπόρος της τουριστικής έρευνας και ιδρυτής του κορυφαίου επιστημονικού περιοδικού στον χώρο του Τουρισμού, εντυπωσίασε  με την  οξύτητα  της σκέψης του καθώς ανέπτυσε το Θέμα του “Τourism Sustainability Begins  with Human Resources Development”. Απο την ομιλία του αυτό που με ακούμπησε ιδιαίτερα ήταν η διαπιστώση του ότι “…Οσο και αν, όλες οι επιστήμες της ανθρωπογεωγραφίας, της ψυχολογίας, της διοίκησης και της διαχείρησης ανθρωπίνων πόρων  ανανεώνουν και εμπλουτίζουν τις τεχνικές  και την γκάμα των  τουριστικών υπηρεσιών, τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την συμπεριφορά απέναντι στους τουρίστες, αυτή που δεν κυριαρχείται από μιά βαθειά αίσθηση φιλοξενίας και μιάς προσπάθειας  ικανοποιήσης του πελάτη. Και αυτό πετυχαίνεται μόνον όταν ασχοληθούμε σοβαρά με τις ανάγκες και την επαίδευση του ανθρωπινου δυναμικού που υπηρετεί  τον τουρισμό. Εργαζόμενοι υπερήφανοι και ικανοποιημένοι εργαζόμενοι είναι η βάση για έναν ποιοτικό και κερδοφόρο τουρισμό…”.

Η γαστρονομία είναι γεύση, είναι και σκηνικό.

Του Δημήτρη Ρουσουνέλου, του ποιητή και φιλόσοφου της  γαστρονομίας από την Μύκονο με θέμα το “ Χωράει το ελληνικό τοπίο σε ένα πιάτο; ” μετά από μιά αριστοτεχνική πορεία λόγου που διέγειρε τις αισθήσεις,  προκάλεσε  συγκίνηση   κατέληξε στο:

“…Μοναδικά τοπία, μοναδικά πιάτα, μοναδικές συγκινήσεις. Αυτό είναι τελικά: H συγκίνηση πρέπει να είναι πολλαπλάσια  σε ένταση σε σχέση  με τον όγκο. Πρέπει  μιά σταγόνα λάδι, μιά γουλιά κρασί, μιά τζούρα μπελτές, μιά τσιμπιά θρούμπη, μιά αλειψιά κοπανιστή, μιά ρόγα σταφύλι, μιά λεπτή φέτα λούζα να αντικατοπτρίζει την ανθρωπογεωγραφία και τον πολιτισμό κάθε τόπου… Δεν ανησυχώ ότι θα χαθούν η κρεμμυδόπιτα και η μελόπιτα. Ανησυχώ που χάνεται η τυροβολιά, η βάση αυτών των δύο μοναδικών πιτών της Μυκονου. Γιατί χάνονται τα ζώα και οι άνθρωποι που ασχολούνται μαζί τους…” (βλ. karvouna.wordpress.com)

Από τους αμπελώνες της Κρήτης παράγονται εξαιρετικά κρασιά

Tην μεγαλύτερη συγκίνηση, αλλά και νότες αισιοδοξίας,  προκάλεσε η τοποθέτηση της Ζωής Νόβακ, μιάς νέας κοπέλλας, διευθύντριας του Κρητικού Συμφώνου Ποιότητας που αφού περιέγραψε τις δράσεις του οργάνου που εκπροσωπεί τους τέσσερεις νομούς της Κρήτης κατέληξε:

«…Μιλώντας για την δική μου γενιά θέλω να πω ότι έχουμε κληρονομήσει ένα νησί που φαίνεται να μην έχει άλλες ευκαιρίες. Δεν θέλουμε όμως να τα παρατήσουμε. Δεν θέλουμε να δραπετεύσουμε σε χώρες του εξωτερικού για να βρούμε μια αξιοπρεπή δουλειά. Θέλουμε να επαναδιεκδικήσουμε την περηφάνια μας, τις ευκαιρίες μας και το μέλλον μας. Η Κρήτη είναι ένας Παράδεισος και τα έχει όλα, ήρθε λοιπόν η ώρα να κάνουμε ότι μπορούμε για να εξασφαλίσουμε εμείς για εμάς ένα βιώσιμο μέλλον. Το παρελθόν δεν ισούται το μέλλον. Πολύ απλά γιατί υπάρχει το Παρόν – και Σήμερα μπορούμε να πάρουμε αποφάσεις και να προδιαγράψουμε ένα διαφορετικό μέλλον – αυτό που εμείς ονειρευόμαστε για εμάς. Στην Κρήτη τις αποφάσεις αυτές τις έχουμε ήδη πάρει, και το Κρητικό Σύμφωνο Ποιότητας είναι μια πλατφόρμα που χρησιμοποιούμε για να δημιουργήσουμε αυτό το Κίνημα γύρω απ’ την Κρητική Διατροφή που θα μας φέρει κοντά σ’ αυτό που είναι ντόπιο, εποχικό, παραδοσιακό, γευστικό, ποιοτικό, φρέσκο και δικό μας. Ελπίζουμε η προσπάθειά μας να αποτελέσει καλή πρακτική και έμπνευση και για άλλους προορισμούς που θέλουν να πετύχουν πραγματική βιώσιμη ανάπτυξη. Επίσης ελπίζουμε σ’ αυτή μας την προσπάθεια να σας βρούμε κοντά μας…».

Ρακί και μεζέδες. Η γαστρονομία της συζήτησης και της σχόλης.

Όντας όπως πάντα αντικειμενικός κριτής των πραγμάτων  και της αφεντιάς μου, δεν θα ξεχνούσα, τελειώνοντας να παραθέσω ένα απόσπασμα και από την δικιά μου ομιλία!

« …Η αξιοποίηση  του γαστρονομικού μας πλούτου (τοπικά προιόντα-κρασί-τοπικές κουζίνες-τελετουργίες) θα γίνει μόνον αν θεωρήσουμε ότι αφορά πρώτα και κύρια τον εαυτό μας, την ποιότητα της ζωής μας,  και τον πολιτισμό  της καθημερινότητάς μας. Γιατί,  η γαστρονομία δεν είναι μόνο πολιτισμός της γεύσης για να έχουν λόγο μόνο οι γαστρονόμοι και οι κριτικοί γαστρονομίας αλλά πολιτισμός ζωής. Η γαστρονομία μην ξεχνάμε δεν είναι μόνο διατροφική ανάγκη αλλά  και τελετουργία, μνήμες και βιώματα, είναι τεχνικές πρακτικές αλλά και ευχαρίστηση, δεν έχει μόνο τις  θρεπτικές και υγιεινές διαστάσεις  αλλά εμπεριέχει και τη  χαρά, το γλεντοκόπι, το  πανηγύρι.   Γιατί ο τρόπος που τρώμε σ’ενα μεγάλο τραπέζι από κοινού τους μεζέδες, χωρίς ιεραρχήσεις και σειρά προτεραιότητας, αντανακλά τις ανθρώπινες σχέσεις όπως διαμορφώθηκαν στους τόπους μας και σε τελευταία ανάλυση τη  ιδιαίτερη φιλοσοφία της ζωής μας, όπως τη περιγράφει ο Οδυσσέας Ελύτης:

“Εμείς βλέπουμε την ώρα κατά πως μας αρέσει κι ας λεν τα Γκρίνουιτς

Η γαστρονομία της παρέας, ανθρωπολογεωγραφικό αποτύπωμα!

Τα πανηγύρια της Μυκόνου

Χωρίς πολλές περιστροφές θα ομολογήσω την αμαρτία μου! Άλλωστε ομολογημένη αμαρτία παύει να ναι αμαρτία. Από όλα τα νησιά του Αιγαίου – και απ’ ότι φαίνεται και στην παρούσα έκδοση, έχω επισκεφθεί  τα περισσότερα –  σ’αυτό που η καρδιά μου ταρακουνιέται, όταν το πατώ, είναι η Μύκονος. Δεν γνωρίζω πώς και γιατί, μετά από τόσες καταστροφές που έχουν συμβεί απάνω της και μετά από πόσες απογοητεύσεις, η Μύκονος παραμένει  το πιό αγαπημένο μου νησί. Κάτι οι εφηβικές αναμνήσεις, τότε με τις ανέμελες καλοκαιρινές διακοπές κάνοντας γυμνισμό στην παραλία της Παράγκας και τη νυχτερινή διασκέδαση στις Εννιά Μούσσες του Κώστα Ζουγανέλη. Κάτι οι γνωριμίες μου με τους συναρπαστικούς τύπους του Γιαλού, τους χαρακτηριστικούς Μυκονιάτες.

Ηταν η εποχή που οι περιηγητές – οι περαστικοί ή οι αυτοί που από περαστικοί γίνονταν μόνιμοι, όπως ο Γιεχούντι Μενουχίν – είχαν το χρόνο και τη διαθεση να συναστραφούν με τους ντόπιους. «Οι ξένοι μπορεί να είχαν τρόπους και να ήταν πολιτισμένοι περισσότερο από μας τους Μυκονιάτες, αλλά γινόνταν ένα με τους ψαράδες δεν τους ένοιαζε που ήμασταν φτωχοί! Kαι μπαίναν και μερικοί και στα χωριανά σπίτια και δεν εξεχώριζες τότε ποιος ήταν πιο χωριανός…», σχολίαζαν εκπληκτικοι οι ντόπιοι Μυκονιάτες από την επιθυμία των ξένων να γνωρισθούν με τον τόπο και τους ανθρώπους του.

Πόσοι και πόσοι επισκέπτες της Μυκόνου δεν ξετρελάθηκαν με το νησί. Κι ανάμεσά τους όχι  τυχαίοι άνθρωποι. Σπουδαίοι επώνυμοι επισκέπτες όπως ο Ν.Καζαντζάκης, ο Γ.Σεφέρης, ο Ν.Εγγονόπουλος, ο Γ.Τσαρούχης, ο Ο.Ελύτης, ο Ν.Εγγονόπουλος, ο Α.Κωνσταντινίδης, ο Δ.Βασιλειάδης και από του ξένους ο Α. Camus, o R.Barthes, o L.Durrel, o Le Corbusier και πολλοί άλλοι γοητεύονται από τη Μύκονο και γράφουν ενθουσιώδεις εντυπώσεις, πολύ πριν το νησί, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, γίνει σύμβολο κοσμοπολίτικης ζωής,

Θάμα είναι η Μύκονο. Θάμα… η Ιερουσαλήμ, η Μύκονος κι η Μόσχα! Να οι τρεις πολιτείες που μου έκαναν κατάπληξη” δηλώνει με θαυμασμό  ο Νίκος Καζαντζάκης ενώ ο Άρης Κωνσταντινίδης γίνεται πιό συγκεκριμένος:

“Γιατί, η καλή αλήθεια είναι πως σ’ αυτό το νησί, τη Μύκονο, είτε για σπίτι πρόκειται, είτε για εκκλησιά και ξωκλήσι, είτε για ανεμόμυλους και περιστεριώνες, είτε για μαντρότοιχους και για πεζούλες και για πλακόστρωτες αυλές, και για μικρά ή πιό μεγάλα σοκάκια,  παντού και πάντοτε προβάλλει φωτεινή και ζωντανή η ποιότητα και το καλοσχεδιασμένο σχήμα, σαν ένας υψηλός λόγος. Όταν δηλαδή το κάθε κτίσμα, η κάθε αρχιτεκτονική, είναι σαν μία σκέψη, σαν ένας βαθύς στοχασμός, σαν ποιητική πράξη, μέσα σε έναν κόσμο, που δεν μπορεί να είναι μονάχα λογικός, όταν μπορεί να είναι και όμορφος… Κι όποιος βρεί τον καιρό να μείνει και να ζήσει μερικές μέρες στο νησί, θα γευθεί και άλλες χαρές, και άλλες νοστιμάδες, και άλλες λιχουδιές. Το καλό χοιρινό κρέας, τα μοναδικά λουκάνικα, και τα “συγκλινα”, και τις “λούζες”, και το νόστιμο τυρί, την “κοπανιστή”, και το κρίθινο παξιμάδι, μαζί με κάποιο καλό κρασί, σε συντροφιές με ντόπιους, που ξέρουνε  από φαγοπότι και από γλέντια, και κεράσματα και τραγούδια, ίσως γιατί από τα πιό αρχαία χρόνια, ο θεός που λατρευόταν “κατ’ εξοχήν” στη Μύκονο ήταν ο Διόνυσος, που και σήμερα τον βρίσκεις παντού, στη χώρα, στο λιμάνι, στο ανοιχτό τοπίο. Κι όποιος, τέλος, έχει την τύχη να βρεθεί σε “χοιροσφάι” που γίνεται κάθε χρόνο από Μυκονιάτες, στη μεγάλη Δήλο, όπου με έναν ιεροτελεστικό τρόπο προετοιμάζονται τα σύγκλινα και τα λουκάνικα και οι λούζες, θα χαρεί μιά ομηρική, θα τολμούσα να πω ατμόσφαιρα, κάτω από έναν ανοιχτό ουρανό, κι έτσι όπως θα τονε συντροφεύει η θάλασσα, απ’ όλες τις μεριές γύρω του, για να τον ενώνει με όλη την οικουμένη”.


Αυτή τη Μύκονο, που περιγράφει ο Άρης Κωνσταντινίδης,  είχα την τύχη να γνωρίσω καλά την δεκαετία του 1980 όταν με την παλιά μου επαγελματική ιδιότητα, είχα συνεργασθεί με τους περισσότερους ξενοδόχους της Μυκόνου, οι οποίοι με  πολύ χαρά με  μύησαν στη πραγματική ζωή του νησιού. Έτσι γνώρισα  τα πανέμορφα  «χωριά» (στη Μύκονο «χωριό» ονομάζουνε κάθε απομακρυσμένο μικρό αγροτόσπιτο ) , τα χοιροσφάγια, τους “κουκούγερους” στις  Αποκριές και  τα πάμπολλα πανηγυράκια. Από τότε έκαμα και άλλες γνωριμίες και φιλίες με ντόπιους, που ακόμα καλά κρατούν, αλλά και ίσως  είναι οι σταθερότεροι κρίκοι που με δένουν με το νησί, γιατί  ο τόπος μέρα με τη μέρα γίνεται αγνώριστος.

Γιατί  αν η πρώτη φάση της τουριστικής κοσμοπολίτικης ανάπτυξης  (1930-1970) της Μυκόνου στηρίχθηκε στο Μύθο  της αυθεντικότητας του κυκλαδικού τοπίου (τόπος, περιβάλλον, αρχιτεκτονική) και στο χαρακτήρα των κατοίκων (ανεκτικότητα, φιλικότητα, ανοιχτοσύνη, φιλοξενία), στοιχεία που είχαν άμεση σχέση με την ταυτότητα του νησιού, η δεύτερη φάση (1980-2010) στηρίχθηκε στο Παραμύθι του Life Style. Η Μύκονος  έγινε ο τόπος όπου κυριάρχησε ένα ύφος ζωής που διαμορφώθηκε αποκλειστικά και μόνο από τις αξίες της απόλαυσης, του ευδαιμονισμού, της πολυτέλειας και της επίδειξης.

Το άνοιγμα της Μυκονιάτικης κοινωνίας στα νέα δεδομένα, ο κατακλυσμός του νησιού των δέκα χιλιάδων κατοίκων από όλες τις φυλές του πλανήτη (κοσμικοί, νεόπλουτοι, καλλιτέχνες, ομοφυλόφιλοι, τρανσέξουαλ, χίππιδες, εκκεντρικοί,  ανθρώποι του κατεστημένου αλλά και του περιθωρίου, νεολαία, αλλά και όσοι  έρχονται να δούν όλους τους παραπάνω), η μετατροπή της υπαίθρου της Μυκόνου σ’ένα  τεράστιο οικόπεδο για να χτιστούν βίλες και επαύλεις, ήταν φυσικό να επηρεάσουν το σύστημα   αξιών και τον τρόπο ζωής των ντόπιων, όπως έγινε και σε τόσα άλλα μέρη που υπέστησαν το ίδιο πολιτισμικό σοκ. Το ίδιο  σοκ βέβαια ένιωσαν και όσοι γνώριζαν και αγάπησαν την παλιά Μύκονο. Προφανώς και η αφεντιά μου.

“Οσα δεν κάμει ο καιρός τ’ αποτελεύει ο άνθρωπος”, έλεγε προφητικά  από το 1965 στα γραφτά της η Μυκονιάτισσα συγγραφέας Μέλπω Αξιώτη και συνεχίζει: “Η ψυχή του νησιού πάει και τρυπώνει σ’ ένα χώρο όλο και πιό πολύ  συμπιεσμένο, που συνεχώς τον φοβερίζουν πως θα τον σκοτώσουν… Κι όλα , όλα πουλιούνται, όλα, όλα”.

Αυτή τη ψυχή του νησιού προσπαθώ κάθε φορά να ξετρυπώσω. Πόσες φορές δεν έχω πεταχθεί με το πρωϊνό δελφίνι από τη Πάρο, για να πιώ τον πρωινό καφέ στο καφενείο του Μπακόγια,  ανάμεσα στους αγρότες που πουλάνε τα ζαρζαβατικά από τον κήπο τους και τους ψαράδες που διαλαλούν με τη χαρακτηριστική ντοπιολαλιά, την πραμάτεια τους στην μαρμάρινη παγκάδα του Γιαλού. Ή να χωθώ στον  ξυλόφουρνο του Γιώρα, να  μυρίσω τα  λαχταριστά καρβέλια του και να απολαύσω τα πειράγματά του στις ηλικιωμένες πελάτισσές του. Ή όταν έλθει η ώρα του ούζου και του μεζέ, άλλοτε με  θαλασσινά και άλλοτε  με το ντόπιο λουκάνικο,  παρέα με τους Μυκονιάτες φίλους που πάντα μου ανοίγουν την καρδιά, τον Δημήτρη Ρουσουνέλο, την Φρατζέκα, την Όλγα, την Κατερίνα, την Δέσποινα, τη Δήμητρα, τον Απόστολο, και τον Παναγιώτη Κουσαθανά. Και βέβαια πού αλλού μπορεί κανείς να ξετρυπώσει τη ψυχή της Μυκόνου, παρεκτός απο τα πανηγύρια της.

Μένουν άναυδοι όσοι φίλοι μου μ’ ακούν  να υποστηρίζω ότι  τα Μυκονιάτικα πανηγύρια είναι ίσως τα πιό ζωντανά  πανηγύρια του Αιγαίου. Δεν μπορούν να διανοηθούν ότι πίσω απο τη βιτρίνα  του  Life style  κρύβεται μιά τέτοια ζωή, που είναι  τόσο παρούσα και κραταιά, αλλά απαιτεί μάτια για να τη διακρίνεις. “Όμορφα τα μάτια σου, αλλά να ήξερες που κοίταζες;” καθώς λέει ο ποιητής.

Η αλήθεια είναι ότι παρ’ ότι οι  σύγχρονοι Μυκονιάτες, (άλλοι πολύ και άλλοι λιγότερο) είναι μπασμένοι μέχρι τα μπούνια στον κοσμοπολίτικο και καταναλωτικό τρόπο ζωής, κατάφεραν να διατηρήσουν ταυτόχρονα, πολλή ζωντανή την ανάγκη να έχουν επαφή με ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό που τους θυμίζει την “παράδοση” και την “συνέχεια” του τοπικού τους πολιτισμού. Είτε από ενοχές για το κακό που έγινε στο νησί και όπου ο καθείς έβαλε το χεράκι του, είτε από  βιοτική ανάγκη προκειμένου να μην αποκοπούν από τις μνήμες τους και χάσουν τον εαυτό τους , είτε σαν ιδεολόγημα, είτε σαν σύγχρονη επιλογή, οι Μυκονιάτες συμμετέχουν σ’ όλα τα παραδοσιακά τελετουργικά δρώμενα, από τους αποκριάτικους κουκούγερους και τα χοιροσφάγια μέχρι τα πανηγύρια.

Και είναι απίστευτο με πόση ζωτικότητα και δαιμονισμένη χαρά. Παντού, σ’ όλα τα πανηγύρια και τις γιορτές, το ίδιο κέφι, το ίδιο γλέντι και η ίδια απαράμιλλη μυκονιάτικη φιλοξενία,  που δεν επιτρέπει να φύγει κανείς απο το πανηγύρι ακέραστος…

“εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε

μονό σας πεθυμήσαμε κι ήρθαμε να σας διούμε”


τραγουδά η θρυλική ζυγιά της Μυκόνου, ο Μπαμπέλης και ο Καντενάσος, με την τσαμπούνα και το τουμπάκι που συνεχίζουν απτόητοι.

“Η μέρα η σημερινή, δεν είναι σαν τις άλλες

είναι το χρόνο μιά φορά, κι είναι χαρές μεγάλες.

Οι φίλοι όταν  θα σμίξουνε, πίνουνε και γλεντούνε,

τα παλιά τους βάσανα, όλα τα λησμονούνε.

Όσοι έχουνε καλή καρδιά και τακτικά γλεντούνε

Μονάχα αυτοί τον ψεύτικο τον κόσμο θα χαρούνε.

Εμορφα που ν’ τα έμορφα, κι ώραία τα ωραία,

κι απ’ ούλα πιο ‘μορφότερα είν’ η καλή παρέα”.


Τα πανηγύρια της Μυκόνου, απο  θρησκευτικής πλευράς  δεν διαφέρουν πολύ απ’ αυτά των άλλων νησιών του Αιγαίου.  Μέρες πριν κάθε γιορτή οι εκκλησιές ασβεστώνονται, τα μπρούτζινα μανουάλια γυαλίζονται και ντύνονται με τις στολές τους και τις ποδιές τους, ενώ εξωτερικά σημαιοστολίζονται. Την παραμονή μοσχοβολάνε από τους βασιλικούς και τα λουλούδια, ενώ φωταγωγούνται από τα φρεσκοαναμμένα καντήλια και τα κεράκια των πιστών…

Από πλευράς οργανωτικής, στη Μύκονο λόγω κύρους αλλά και οικονομικής άνεσης, σπάνια υπάρχουν  πολυμελείς επιτροπές που να διοργανώνουν το πανηγύρι και να αναλαμβάνουν από κοινού τα έξοδα. Εδώ κάθε νοικοκύρης κάνει μόνος του το κουμάντο του. Είναι θέμα κύρους να  κάμεις μόνος σου το πανηγύρι σου, και νάναι πλούσιο, να πετύχει και νάχει κόσμο και κέφι, αλλά ποτέ να μην υπερβαίνει το μέτρο.  Η αλήθεια  είναι ότι μέχρι μέχρι τα 1970 – τα χρόνια της φτώχειας – στα πανηγύρια, οι επισκέπτες πηγαίναν κουβαλώντας μαζί τους, το κάτι τις τους. Μα λίγη ρόκα, λίγο τυράκι, κάποια πίτα και ότι άλλο είχαν γι’ αυτούς και κάτι παραπάνω για να προσφέρουν και στους άλλους. Είχαν το κρασάκι τους στα φλασκιά τους  και μοιράζονταν μόνο το ερίφι και το ζουμί που προσέφερε ο πανηγυριστής. Αργότερα  όμως, την εποχή της οικονομικής ανάπτυξης και με τη βαθμιαία αλλαγή των νοοτροπιών, τα πανηγύρια  πολλές φορές  εξελίχθηκαν σε μέσο προβολής, εντυπωσιασμού και επίδειξης πλούτου. Ποιός θα κάνει το μεγαλύτερο, το πλουσιώτερο σε φαγητά, ποιός θα προσκαλέσει απ’ άλλα νησιά – κυρίως τη Νάξο – , τον πιό γνωστό και εμπορικό τραγουδιστή, ποιος θάχει τις καλύτερες μικροφωνικές εγκαταστάσεις και τον δυνατώτερο ηλεκτρικό ήχο. Το μέτρο είχε χαθεί πανηγυρικά!

Ο ανταγωνισμός αυτός δεν είχε τελειωμό με αποτέλεσμα να ξοδεύνται περιουσίες αλλά και κανείς  να μην απολαμβάνει  το γλέντι, γεγονός που απομάκρυνε αρκετούς από τις υπερβολικές αυτές φιέστες. Τα τελευταία όμως χρόνια, πολλά   πανηγύρια ξαναγύρισαν στην  οικογενειακή τους μορφή, όπου ξαναγεννιούνται  οι παλιές πιό ταπεινές και ειλικρινείς σχέσεις με μουσική, χορό, τραγούδι και πρωταγωνιστές ντόπιους παλαίμαχους ή νέους μουσικούς – κατά κανόνα τσαμπουνιέρηδες – και όπου βέβαια η συμμετοχή σ’ αυτά  είναι εμπειρία ζωής.

Από πλευράς φαγητού, το ζουμί του κρέατος σε ποτηράκι, που δεν συνηθίζεται σε άλλα νησιά, είναι ένα ποίημα που ανοίγει το πλούσιο τραπέζι – και βέβαια στρώνει το στομάχι για να υποδεχθεί το άφθονο κρασί που θα καταναλωθεί – καθώς θα ακολουθήσουν το ερίφι γιαχνί, η παραδοσιακή κρεμμυδόπιττα, οι λαχανίδες με το λαρδί, τα ντολμαδάκια, η κοπανιστή, η λούζα και ο μπακαλιάρος σκορδαλιά. Όταν κάποιοι φίλοι ή γειτόνοι στείλουν πεσκέσι στο πανηγύρι κάποιο ερίφι για ενίσχυση,  τότε ο νοικοκύρης του πανηγυριού τούς στέλνει την κεφαλή του ζώου βραστή σε μιά ειδική πιατέλα με τις ευχαριστίες του.

Στις μέρες μας, τα πανηγύρια όλο παν και λιγοστεύουν σε μερικά  νησιά του Αιγαίου. Σ’ ορισμένα απ’ αυτά μετά βίας βαστιούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Αλλού πάλι, προσκαλούν δανεικούς μουσικούς από άλλα γειτονικά νησιά για να  διασκεδάσουν.

Η Μύκονος διαθέτει, όπως προείπαμε, απ’ τα περισσότερα και πιό ζωντανά πανηγύρια των Κυκλάδων. Η Μύκονος δεν έχει ανάγκη να επιστρατεύσει ξένους μουσικούς. Η Μύκονος έχει τους δικούς της μουσικούς, τις  “ζύ’ες”  της (ζυγιές, ζευγάρια). Οι μουσικοί της Μυκόνου,   – επι το πλείστον τσαμπουνιέρηδες, και λιγότερο βιολιά, λαγούτα, σαντούρια, ακορντεόν – τρώνε, πίνουν, τραγουδούν και διασκεδάζουν μαζί με τον κόσμο του πανηγυριού. Είναι οι ενορχηστρωτές του γλεντιού, είναι αυτοί που με τα καλαμπούρια και τα αστεία τους θα δημιουργήσουν το κέφι. Και είναι καλοί διασκεδαστές, γιατί διασκεδάζουν πρώτα αυτοί οι ίδιοι, ανάμεσα στις παρέες τους, τους γνωστούς και τους φίλους τους.

Οι τσαμπουνιέρηδες (σαμπουνιέρηδες στην Μυκονιάτικη διάλεκτο) με την τόσο εκφραστική και δυναμική μουσική, με τις βροντώδεις και συγκλονιστικές φωνές,  δεν έχουν καμιά ανάγκη από τα τεχνολογικά βοηθήματα των μεγαφωνικών εγκαταστάσεων. Οι ήχοι και οι μουσικές δημιουργούνται από φυσικά όργανα και μοιάζουν σαν να ξεπηδούν από τα έγκατα της γης, από τα βάθη των αιώνων. Για αυτό το λόγο οι τσαμπουνιέρηδες εκπροσωπούν κατά τον καλύτερο τρόπο το πνεύμα της λαϊκής παράδοσης,  αλλά και της δύναμης της ζωής. Χωρίς αυτούς  δεν γίνεται “σωστό” πανηγύρι. Οι τσαμπουνιέρηδες τελικά είναι αυτοί που δίνουν το χρώμα και το χαρακτήρα στα Μυκονιάτικα πανηγύρια.

Δόξα το Θεό, η Μύκονος έχει ακόμα καμπόσους τσαμπουνιέρηδες, κι όλοι τους ένας κι ένας. Ο Μιχάλης Κουνενής ή Μπαμπέλης, ο Λευτέρης Σικινιώτης  ή Καντενάσος, ο Παναγιώτης Κουκάς, ο Γιακουμής Πατεράκης, ο Ούλοφ Δημήτρη Ρόε (τον συναντήσαμε στο πανηγύρι της Δήλου) και μια σειρά νέα παιδιά που παίζουν με την καρφιά τους, είναι οι πρωταγωνιστές. Kύριο χαρακτηριστικό τους ότι εκτός από μουσικοί και γλεντζέδες είναι και άνθρωποι που κουβαλούν μια σπάνια θυμοσοφία.

“Μου άρεσε και μου αρέσει το γλέντι… Να ‘μουνα στην Αθήνα και να ήξερα για ένα πανηγύρι που θα γινότανε και που θα περνούσα καλά, ε! έμπαινα τότε στο καράβι και ερχόμουνα στο πανηγύρι”, εκμυστηρεύεται ο κυρ-Μιχάλης (Μπαμπέλης)  που συνεχίζει με ενθουσιασμό:

“ Γιατί  αυτό το όργανο δεν πρέπει να το μάθεις μόνο γιά να κονομάς, αλλά γιατί σου αρέσει πρώτα από όλα το γλέντι… Τότε θα γίνεις και καλός  οργανοπαίχτης… Η σαμπούνα θέλει πείσμα και μανία. Άμα τηνε πιάσω και βρω αθρώποι και κεφάρουνε μαζί μου, γίνομαι 18 χρονών αντίς για 75! Μπορώ να παίζω για ένα 24ωρο συνέχεια… Γιατί η τσαμπούνα είναι ένα όργανο σκάνταλο… Η φωνή της σε γαργαλάει… κλείνω τα μάτια και ακούω μόνο το όργανο μου, κουνώ το κεφάλι που δίνει την κίνηση στα δάχτυλά μου…Τα δικά μου δαχτύλια πιά, βαδίζουνε και πιό μπροστά από το μυαλό μου… Η “καλή” μου η  σαμπούνα, που θα την αφήσω να την βρούν τα εγγόνια, παίζει…”βιολί”. Η καλή σαμπούνα “γίνεται” παίζοντας. Τη φτιάχνει το κρασί που πίνω και που περνά μέσα απο τα σαμπουνάκια… Αυτά τη ψήνουν και μετά από παίξιμο μιάς ώρας περνά το οινόπνευμα μέσα και στρώνει!”

Στο ίδιο πνεύμα βρίσκονται και τα σχόλια του Λευτέρη Σικινιώτη (Καντενάσου),  που επί είκοσι  χρόνια είναι το έτερον ήμισι της ζυγιάς δίπλα στον Μπαμπέλη:

“Εγώ έμαθα και ντουμπάκι γιατί συνήθως όταν ξέρεις σαμπούνα πρέπει να μάθεις και ντουμπάκι, γιατί αν δεν ξέρεις ντουμπάκι, είναι σαν ένας μάστορας, ένας κτίστης να μην ξέρει να κάνει λάσπη… Το ντουμπάκι είναι να ξέρεις να παίζεις “διπλές ντουμπακιές”. Το κάθε τραγούδι έχει και το σπάσιμό του. Το πεταχτό τραγούδι σε “κεφάρει” και τότε κουρδίζεσαι ολόκληρος, γιατί αυτό σου δίνει ζωή… Τα τελευταία χρόνια πάμε στα πανηγύρια και παίζουμε συνέχεια ζευγαρωμένοι με τον Μπαμπέλη. Εκεί πάνε όσοι είναι γλεντζέδες… Τις μισές μέρες του χρόνου παίζω και τραγουδώ… γιατί μας καλούν και σε χοιροσφάγια, κάνουμε και τις δικές μας γιορτές και τα χοιροσφάγια μας. Δουλειά και γλέντι η ζωή μου”.

Τα  σημαντικά  πανηγύρια της Μυκόνου ξεπερνούν τα πενήντα, με ντόπιους και ξένους που μπορούν ελεύθερα να τα επισκεφτούν. Ποιό απο όλα τα γλέντια να πρωτοθυμηθώ;  Tον Άη Χαραλάμπη κάτω απο τους  Μύλους, την Αγία Άννα στη Μυρσίνη, την Άγια Άννα στα Βουνιά, τον Άγιο Παντελεήμονα, τον Άη Γιάννη στον Ορνό, την Παναγιά την Τουρλιανή; ή αυτά που γίνονται στα γύρω νησάκια και που τα διοργανώνουν Μυκονιάτες όπως της Αγίας Κυριακής στη Δήλο, της Αγίας Τριάδας στη Ρήνεια, στα Σταπόδια και στο Τραγονήσι;

Απ’ όλα αυτά τα πανηγύρια της Μυκόνου εγώ πάντως προτιμώ τα οικογενειακά πανηγυράκια που γίνονται στα χοιροσφάγια, το φθινόπωρο. Δεν συμμετέχει πολύς κόσμος, γιατί δεν γίνονται στην ύπαιθρο αλλά  μέσα σε “κελιά” λόγω των καιρικών συνθηκών. Τα πανηγυράκια αυτά δεν είναι ανοικτά και έτσι κανείς δεν μπορεί  πάει ακάλεστος παρά μόνον αν προσκαλεστεί ή οδηγηθεί από κάποιον συγγενή ή φίλο  της οικογένειας που τα οργανώνει.

Ο χοίρος  και τα παράγωγά του ήταν από τα παλιά χρόνια σπουδαία τροφή για τους Μυκονιάτες. Ένα γουρουνάκι μοσχοτρεφόταν όλη τη χρονιά κοντά στο σπίτι με τα αποφάγια της οικογένειας, με φλούδες από πατάτες ή από φρούτα, με πίτουρα, βελανίδια και τυρόγαλο. Όταν ο χοίρος έπαιρνε τα κιλά του, εκεί στα πρώτα κρύα του Νοέμβρη, σε μιά παγανιστική ατμόσφαιρα, η οικογένεια με μια τελετουργική διαδικασία τον έσφαζε και καλώντας συγγενείς και φίλους γιόρταζαν το γεγονός. Και ήταν σπουδαίο το γεγονός, γιατί ο χοίρος αυτός με το παστωμένο κρέας του, το λίπος, το λαρδί, τη γλίνα, και τα λουκάνικα, θα τους έδινε τροφή για όλο το χρόνο. Μπορεί στις μέρες  μας πιά το κρέας να τρώγεται καθημερινά και να μην έχει τη σημασία που είχε παλιά, αλλά οι περισσότεροι Μυκονιάτες διατήρησαν το έθιμο αυτό με μεγάλη ευλάβεια.

Το έθιμο των χοιροσφαγίων δεν είναι αποκλειστικά Μυκονιάτικο, καθώς συναντιέται και σε άλλα νησιά του Αιγαίου όπως στην Σύρα, στην Ανδρο, στην Τήνο στη Νάξο, στην Ίο και  στην Ικαρία.  Μόνο που στη Μύκονο εορτάζεται με τον πιό πανηγυρικό τρόπο. Και είναι Μυκονιάτης που έγραψε το πιο διεισδυτικό και παράλληλα  πιο απολαυστικό βιβλίο για τα χοιροσφάγια. “Τα χοιροσφάγια στη Μύκονο, γεύσεις θυσίας” του Δημήτρη Ρουσουνέλου νομίζω ότι  περιγράφουν με μοναδικά γλαφυρό τρόπο το έθιμο, προσεγγίζοντάς το από πολλές σκοπιές. Ας δανειστούμε την εισαγωγή του:

Tα χοιροσφάγια είναι η διαδικασία που αφορά στην κατ’ έτος επαναλαμβανόμενη, σαν έθιμο πλέον, τακτοποίηση των προϊόντων του χοίρου. Η ομαδική εργασία, η γαστρονομική απόλαυση, το γλέντι και το τραγούδι, εξαγνίζουν το εθιμο, παρά το ότι κυρίαρχο – αν και στιγμίαιο – γεγονός είναι η σφαγή του ζώου. Η γιορτή εξάλλου είναι συστατικό στοιχείο του χοιροσφαγιού. Είναι η διονυσιακή του φλέβα. Μέσα της ρέει πολιτιστικό υλικό κατευθείαν από την αρχαιότητα. Στις μέρες μας παραμένει ακόμα ζωντανή αυτή η παράδοση. Με ρίζες που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Στην αρχαιότητα, και στο Βυζάντιο, τα ίδια κι εν πολλοίς απαράλλαχτα. Γιά των θεών την ευμένεια καυ των ανθρώπων την ευχαρίστηση. Γιατί και οι θεοί το θέλουνε το χάδι. Κι άμα δεν είναι οι θεοί που το θέλουνε, είναι οι άνθρωποι που το ‘χουνε ανάγκη. Θα μάχονται “ουκ επ’ άρτω μόνον…” Θα φροντίζουν για το κατιτίς, το άρτυσμα, το γλέντι. Τέτοιοι ήτανε οι “αρχαίοι Μυκονιάτες, γιατί να μην είναι και οι σύγχρονοι… Όπως και να το κάνεις Το χοιροσφάγι είναι μιά κατάσταση ιδιαίτερης σκληρότητας. Αρκεί να δεί όμως κανείς στην ώρα της θυσίας το σεβασμό στη διαδικασία, την άμεση επαφή με προαιώνιες ρίζες και συνήθειες, τη φροντίδα ώστε να υποφέρει κατά το ελάχιστο ο χοίρος, για να αντιληφθεί ότι κάτι πολύ ιδιαίτερο συμβαίνει  εκείνη την ώρα. Και ίσως αυτό να μην καθαγιάζει το γεγονός της σφαγής, αλλά το εντάσσει στο πλαίσιο ενός πολιτισμού, με κανόνες, πίστη και σεβασμο”.

Το χοιροσφάγι που κατέγραψα και θα σας περιγράψω γίνηκε στη κατοικιά  του Λευτέρη Συκινιώτη, που βρίσκεται  στο φράγμα προς τον Πάνορμο.

Από το πρωί, χαράματα υπήρξε μιά μεγάλη κινητοποίηση. Το χοιροσφάγι θέλει καλή προετοιμασία, υποδειγματική τάξη και ακριβή συντονισμό, γιατί πρέπει  μέσα σε μιά μέρα  όχι μόνο το ζωντανό να έχει μετατραπεί στα βρώσιμα προϊόντα του, αλλά παράλληλα να μαγειρευθούν τα απαραίτητα κομμάτια χοίρου, προκειμένου να αποτελέσουν  τους μεζέδες για το γλέντι που θα ακολουθήσει. Αφού ολοκληρώθηκε η σφαγή  του χοίρου – με την ελάχιστη δυνατή ταλαιπωρία του ζώου –  ακολούθησε το ζεμάτισμα, η αποτρίχωση με ξυράφια και το τρίψιμο με αλάτι. Στη συνέχεια, αφού αφαιρέθηκαν η κεφαλή, τα πόδια, τα εντόσθια, τα έντερα, η καρδιά, το συκώτι, οι πνεύμονες κι η σπλήνα  άρχισε ο  τεμαχισμός του δέρματος και λαρδιού σε λωρίδες, τους λεγόμενους λούρους. Ακολούθησε η διαδικασία του ο τεμαχισμού του κυρίως κρέατος: στην αρχή αφαιρέθηκαν οι λούζες, που βρίσκονται στην πλάτη του ζώου κολλημένες στη σπονδυλική στήλη (κόντρα φιλέτο), και ακολούθησαν το μπούμπουλο (ψαρονέφρι) και οι παϊδες… Στο τεμάχισμα οι σφάχτες πρέπει να γελούν, για να τρώνε χαρούμενα όλον τον χρόνο, κατά πως λέει το έθιμο. Ετσι δεν πέρασε στιγμή χωρίς πειράγματα, καλαμπούρια και αστεϊσμούς.

Το λίπος θα λειωνόταν τις επόμενες μέρες και θα μετατρεπόταν στη γλίνα. Θα την φύλαταν σε πήλινα δοχεία για να αλοίφουν τον χειμώνα τα παξιμάδια τους ή θα νοστίμευε τα  τηγανητά αυγά, γιατί μην ξεχνάμε ότι στη Μύκονο δεν υπήρχε ούτε μιά ελιά για να παραχθεί ελαιόλαδο. Τα κομματάκια κρέας που απέμεναν πάνω στο λίπος, τα κάμαν τσιγαρίδες που τον χειμώνα θα τρωγόνταν σαν τηγανητός μεζές. Τα κομμάτια του χοίρου του  που δεν μπορούσαν να συντηρηθούν στο αλάτι ή στο λίπος ήταν αυτά που θα καταναλώνονταν αμέσως. Ήδη το μυαλό, η σπλήνα και η συκωταριά ψηνόνταν στα κάρβουνα και  γινόνταν  πάραυτα ο μεζές που συντρόφευε το κρασί της παρέας. Πιό πέρα είχε αρχίσει η παρασκευή των λουκάνικων.

Κομμάτια χοιρινού γίνονται χοντροκομμένος κιμάς που πασπαλισμένος με μπαχαρικά, θρύμπι, θυμάρι και ρίγανι, και αφού ζυμωθεί καλά, θα είναι το μείγμα για να παραγεμιστούν τα έντερα.  Στην συνέχεια το λουκάνικο θα κρεμαστεί κάπου ψηλά στον αέρα για να το ψήσει το βοριαδάκι. Παρόμοια διαδικασία γίνεται και με τη λούζα, το περίφημο αυτό ντελικατέσεν της Μυκόνου.

Το γλέντι  και το φαγοπότι στη κατοικιά του Καντενάσου βάστηξε ώς τα μεσάνυχτα. Το κεφάλι του χοίρου μαγειρεύτηκε με τα λάχανα, ενώ πλάι στις τηγανιές ψηθήκαν και οι  πρώτες μπριζόλες της χρονιάς. Η φημισμένη ζυγιά της Μυκόνου παρέσερνε όλο τον κόσμο – οικείους αλλά και αρκετούς περαστικούς που ερχόνταν για να ευχηθούν – σ’ ένα  διαβολεμένο κέφι, τραγουδώντας σχετικά με το έθιμο τραγούδια όπως το πάρα κάτω που είναι παραλλαγή του ανεπανάληπτου “Σήμερα γάμος γίνεται..”:

Σήμερα γλέντι γίνεται, σήμερα χοιροσφάγια

σήμερα μάς τον πήρανε τον χοίρο απο την μάντρα…

Για δες τραπέζι ολόλαμπρο και πιάτα φιρφιρένια

και τίμια προσώπατα που ‘ναι τριγυριασμένα…

Ελάτε φίλοι κι αδελφοί, απόψε να χαρούμε,

Που σφάξαμε το χοίρο μας και ούλοι τραγουδούμε…”


Ο αποχωρισμός του χοίρου, που με τόση φροντίδα είχε εκτραφεί από την οικογένεια όλο το χρόνο, δεν θα μπορούσε παρά μονάχα με τέτοιο τρόπο να πραγματοποιηθεί. Με τον Μυκονιάτικο. Και μόνον όταν θα συναντήσει κανείς  τους Μυκονιάτες να διασκεδάζουν μ’ αυτόν τον τρόπο αναμεταξύ τους και με τους προσκαλεσμένους τους,  μπορεί να αντιληφθεί από πού αντλούν τη δύναμη για  να αντιμετωπίζουν με τόση  επιτυχία τις σύγχρονες διεθνείς προκλήσεις και να αντιστέκονται τόσο σθεναρά στην πολιτιστική πλημμύρα που απειλεί να τους πνίξει.

Υ.Γ Εκτός από τις φωτογραφίες της αφεντιάς μου, χρησιμοποιήθηκαν και φωτογραφίες  από τα αρχεία του Παν. Κουσαθανά, της Έλλης Πολυμεροπούλου, της Βούλας Παπαϊωάννου (Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη),  και του Ηλία Νόκα που ευγενώς μου παραχωρήθηκαν.

Το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας στη Καρθαία της Τζιάς

Το πανηγύρι της Αγίας Τριάδος στις Πόλες της Τζιάς, στο εκκλησάκι που βρίσκεται πάνω στο κύμα, ανάμεσα στα ερείπια των αρχαίων ναών της Καρθαίας, στις Νοτιοανατολικές ακτές της Τζιάς  ήταν ένα παλιό μου απωθημένο.  Μου το καλλιεργούσε κάθε Μάιο, ο Τάσος Αναστασίου, ο ακούραστος αυτός ερευνητής  και συγγραφέας βιβλίων για τις  πολιτιστικές εκδρομές στα νησιά των Κυκλάδων. Ο διοργανωτής και η ψυχή των Συναντήσεων των Πνευστών των  Κυκλάδων που εδωσαν  πνοή στη αναβίωση της τσαμπούνας και έφεραν κοντά τόσους σπουδαίους μουσικούς. Κάθε χρονιά που κανόνιζα να πάω στη Τζιά,  όλο και κάποιο άλλο πιό προσιτό πανηγύρι με ξεστράτιζε.  Αυτή τη χρονιά αποφασισα να τα καταφέρω και έτσι με συντροφία τον Τάσο   συνταξιδεύσαμε στην Τζιά.

Η Τζιά το πλησιέστερο στην Αττική νησί των Κυκλάδων, βρίσκεται  στη μπούκα του Κάβο-Ντορο και απέχει μόλις 16 μίλια από το Λαύριο. Το μεγάλο αυτό προσόν της εγγύτητας της Τζιάς με την πρωτεύουσα αναιρείται μερικώς απο το γεγονός ότι είναι απομονωμένη από τις υπόλοιπες Κυκλάδες, και για να το  επισκεφθείς πρέπει να περάσεις από τον Πειραιά.    Νησί ορεινό με στενές κοιλάδες, βραχώδεις ακτές και ελάχιστες αμμώδεις παραλίες, κατοικείται από το 4.000 π.Χ και έχει να επιδείξει μιά ιδιαίτερη ιστορική  συνέχεια. Την μεγάλη ακμή του στην αρχαιότητα την εξασφαλίζει, από την αρχαϊκή περίοδο όταν δημιουργείται η “τετράπολις”, οι  τέσσερες πόλεις του νησιού με ξεχωριστή διοικητική και πολιτική διάρθωση η καθεμία, αλλά κοινή εξωτερική πολιτική. Η Κορησία, στον  προστατευμένο κόλπο του Αγίου Νικολάου και η Ιουλίδα η σημερινή πρωτεύουσα του νησιού  που βρίσκεται στην ενδοχώρα, στις πλαγιές βουνοκορφών αλλά με ένα εξαιρετικό οπτικό πεδίο προς την θάλασσα. Στις νοτιοδυτικές ακτές η Ποιήεσσα, λιμάνι στο τέλος μιάς μικρής εύφορης κοιλάδας και τέλος στο νοτιοανατολικό μέρος του νησιού η Καρθαία, κτισμένη σ’ έναν αυχένα που χωρίζει δυό μικρά λιμανάκια.

Εδώ στα ερείπια της Αρχαίας Καρθαίας βρισκόνταν ο προορισμός μας, το πανηγυράκι της Αγίας Τριάδας.

Με έδρα την Ιουλίδα  και με οδηγό τον Τάσο, την πρώτη μέρα κάναμε διάφορους μακρινούς περίπατους ανακαλύπτοντας το μοναδικό δίκτυο μονοπατιών που έχει η Τζιά. Πλακόστρωτα ή λιθόστρωτα, με ανεπανάληπτη τέχνη δουλεμένα από τους Τζιώτες μαστόρους μονοπάτια, ανάμεσα σε ξερολιθιές που στήριζαν τις “όχτες” (πεζούλες) με  τις καλλιέργιες,  διέσχιζαν σ’όλες τις διευθύνσεις το νησί. Κάποια στιγμή κουρασμένοι απο το πολύωρο περπάτημα, κάναμε με το αυτοκίνητο το γύρω του νησιού, ένα μεγάλο οροπέδιο γεμάτο από  μεγάλες αιωνόβιες βελανιδιές, “βασιλικές δρύς” που μοίραζαν απλόχερα την παχειά σκιά τους σε ζωντανά και ανθρώπους.

Τόσες πολλές και όμορφες βαλανιδιές, δεν ξανάδα σε νησί του Αιγαίου. Δέντρο αιωνόβιο  που αντέχει στις πυρκαγιές και στη ξηρασία πολλαπλασιάζεται μ’  έναν ιδιότυπο τρόπο. Τους καρπούς της βαλανιδιάς τρώει η κουρούνα, το μαύρο αυτό αγριοπούλι. Πολλές φορές κρύβει τα βελανίδια μέσα στο χώμα για να τά χει το χειμώνα. Οταν όμως με τις βροχές η γη μεταμορφώνεται, η κουρούνα τις περισσότερες φορές χάνει τον τόπο αποθήκευσης και έτσι οι καρποί μεταμορφώνονται σε ένα νέο δενδράκι. Οι βαλανιδιές αυτές με τον πολύτιμο καρπό τους συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη του νησιού. Από την αυγή του 18ου αιώνα το βελανίδι, χάρις τη χρήση του σαν πρώτη ύλη στη βυρσοδεψία γιά τη βαφή δερμάτων, γίνεται το σημαντικότερο εξαγωγικό προϊόν της Τζιάς.

Ένα άλλο ενδιαφέρον εύρημα στους περιπάτους μας ήταν οι καθοικιές (κατοικιές) των ξωτάρηδων, των κατοίκων της υπαίθρου, γεωργών και κτηνοτρόφων. Οι κατοικιές αυτές διάσπαρτες μεσα στα κτήματα, έχουν έναν ιδιότυπο τρόπο οργάνωσης. Τα δωμάτια είναι κτισμένα γύρω από ένα στεγασμένο προαύλιο (το λεγόμενο στεγάδι) που είχε άνοιγμα μόνο στη μία του πλευρά.  Κτισμένο με τον εκφορικό τρόπο, όπως τα παλιά κτίσματα της αρχαιότητας, οι τοίχοι κλείνουν προς τα μέσα και η τελική στέγαση γίνεται με μεγάλες σχιστόπλακες, τα λεγόμενα δοκάρια. Η κίνηση απο δωμάτιο σε δωμάτιο γίνεται μέσω του στεγαδιού, που το καλοκαίρι λόγω της δροσιάς και του αερισμού του έχει την τιμητική του απ’ όλα τα μέλη της οικογένειας.

Το βράδυ αφού ξαποστάσαμε για λίγο, πήγαμε γιά φαγητό, να δοκιμάσουμε την τζιώτικη κουζίνα. Η Τζιά έχοντας μεγάλα βοσκοτόπια, εκτρέφει πολλές γελάδες γαλακτοπαραγωγής, (τη φημισμένη διασταύρωση ελβετικής και τζιώτικης ράτσας), ενώ από τα αμνοερίφια της παράγονται εξαιρετικά τυριά όπως το ξυνό, το χλωρό, η μυζήθρα και η κοπανιστή. Από τους χοίρους στα χοιροσφάγια, το χειμωνιάτικο  έθιμο των βορείων Κυκλάδων, εξασφάλιζαν το κρέας της χρονιάς δημιουργώντας παράλληλα τους περίφημους μεζέδες,  τους πασπαλάδες, τη λόζα (λούζα) και τα λουκάνικα.

Όλους αυτούς και πολλούς άλλους  μεζέδες γευτήκαμε εκείνο βράδυ συνοδεία του ντόπιου κρασιού του γνωστού και περιζήτητου από την αρχαιότητα “μαυρουδιού”.  Εκεί μάθαμε και για τους Τζιώτες, από τους πιό γλεντζέδες Κυκλαδίτες. Στις αρχές του αιώνα η Ιουλίδα, η Χώρα της Τζιάς είχε σε λειτουργία πάνω από εβδομήντα ταβέρνες που κάθε βράδυ αναστέναζαν από τις κρασοκατανύξεις και τους χορούς. Μάλιστα σύμφωνα με τα γραφώμενα του Τάσου Αναστασίο στο βιβλίο του “ Κέα. Ιστορική μνήμη” δεν ήταν λίγες οι φορές που οι “Μακαριές”, το διαφυλαγμένο από την αρχαιότητα νεκρόδειπνο που προσφερόταν στους συγγενείς και σ’ όσους συμμετείχαν στο πένθος, μετατρεπόταν σε μία “εύθυμη κρασοκατάνυξη”, εφ’ όσον βέβαια ο αποθανών  ήταν “πλήρης ημερών”. Το δείπνο ήταν πλούσιο σε μεζέδες και κρασί γιατί έτσι μόνο ο νεκρός θα αποχωρούσε ευχαριστημένος από την ζωή.

Την επομένη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε τα χαράματα και με τ’ αυτοκίνητο φθάσαμε έως το Σταυρουδάκι και από ξεκινήσαμε το περπάτημα μιά ώρα δρόμος. Ο διαδρομή ήταν κατηφορική και άνετη, χωρίς το άγχος της ανηφορικής επιστροφής, αφού από την Καρθαία θα αναχωρούσαμε με άλλο μέσο. Το μονοπάτι πέρναγε ανάμεσα σε μποστάνια,  κατοικιές, και διάσπαρτες βελανιδιές. Κάποια στιγμή πέσαμε στο ρέμα του Βαθυπόταμου και αρχίσαμε να περπατάμε πάνω στην κοίτη του. Ανάμεσα στα πυκνά φυλλώματα της λιγαριάς, της πικροδάφνης και των πλατανιών μιά πυκνή σκιά μας προστάτευε από τις ακτίνες του ηλίου που είχε πιά στηλωθεί για τα καλά στον ουρανό. Η δροσιά ήταν ευχάριστη, όπου ξαφνικά όσο ζυγώναμε στον προορισμό μας, τόσο οι περίφημες αράχνες της Τζιάς πολλαπλασιάζονταν επικινδύνως, δημιουργώντας αλλεπάλληλα φράγματα με τους ιστούς τους. Τέτοιες αράχνες είχαμε συναντήσει και στους προηγούμενους περιπάτους αλλά ποτέ δεν είχαν τέτοια πυκνότητα και έκταση. Λες και θέλαν να προστατεύσουν τον ιερό τόπο από τους βέβηλους εισβολείς! Κάνοντας κάθε δυνατή προσπάθεια, να μην καταστρέψουμε τα περίτεχνα σχήματα των ιστών άλλοτε σκύβοντας και άλλοτε λοξοδρομώντας φθάσαμε επιτέλους στην ακροθαλασσιά.

Οι Μικρές Πόλες  ξεδιπλώνονταν στα πόδια μας. Μπροστά στο εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας, μέσα σ’έναν καλαμιώνα ανταμώσαμε καμιά δεκαριά μουλάρια στολισμένα με τα πολύχρωμα χράμια τους, που είχαν μεταφέρει από την προηγουμένη, τις προμήθειες, τους άρτους και τα τρόφιμα. Ο κόσμος βρισκόνταν άλλος στη λειτουργία, άλλοι στην άκρη της παραλίας καθάριζαν ψάρια και άλλοι στο μαγέρικο του πανηγυρόσπιτου προετοίμαζαν το γεύμα.

Η εκκλησιά ήταν γεμάτη κόσμο, οι ψαλμωδίες όμως διαχέοντο στην μικρή κοιλάδα κι έτσι βρήκα την ευκαιρία να σκαρφαλώσω στον ναό της θεάς Αθηνάς, πάνω  σε ένα άγριο βράχο που χώριζε τις δυό αμμώδεις παραλίες, τις Μεγάλες και τις Μικρές Πόλες. Ο ναός κτίσθηκε στα 500 π.χ  και θεωρείται ως ο παλαιότερος  δωρικός  περίπτερος ναός των Κυκλάδων. Η πρόσφατη ανάδειξή του με κονδύλια της Ευρωπαικής Ένωσης, είχε σαν αποτέλεσμα την αναστήλωση κάποιων κιόνων, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό το μέγεθος του μνημείου που είχε κατασκευασθεί από τοπικούς λίθους, από κορινθιακό πωρόλιθο και παριανό μάρμαρο.

Η θέα από την ακρόπολη σου έκοβε την ανάσα και μιά συγκίνηση σε κυρίευε όταν αναλογιζόσουν ότι στον χώρο αυτό, ζούσε ο Σιμωνίδης ο Κείος, ο μεγάλος αρχαίος επιγραμματοποιός που είχε γράψει το

“Ω ξείν’ αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα,

τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι”.

Η λειτουργία τελείωσε ταυτόχρονα με τον αρχαιολογικό μου περίπατο και στο προαύλιο της εκκλησιάς παρατήρησα μιά κινητικότητα. Τραπέζια απλώνονταν και στρωνόνταν, ενώ κάποιοι σέρβιραν τους πρωινούς καφέδες. Μοιράστηκαν και κόλυβα ( αναμειγμένοι όλοι οι καρποί της ντόπιας γης, καρύδια, αμύγδαλα, σιτάρι, ρόδι, καναβούρι και σουσάμι με κανέλα και ζάχαρι σε ένα μεγάλο ταψί) για τις ψυχές που μνημονεύτηκαν στην διάρκεια της αρτοκλασίας.

Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο Παπα-Λευτέρης η φυσιογνωμία της Τζιάς, ένας κληρικός που πρωτοστατεί σε κάθε θρησκευτική, κοινωνική και “πανηγυρική δράση”. Ο κόσμος κάθησε στο τραπέζι της “αγάπης” που το ευλόγησε ο πάτερ και άρχισε το φαγοπότι. Δεν πέρασε πολύς χρόνος και ακούστηκε σε μιά ακρη, ο ήχος της τσαμπούνας. Στην αρχή συνοδεία ενός πλαστικού μπιτονιού, και αργότερα ενός γκαζοντενεκέ, γιατί το τουμπάκι και ο τουμπακιέρης είχαν καθυστερήσει, γεγονός που δεν περιόρισε  το κέφι και τη διάθεση των πανηγυριστών.

Λίγο αργότερα καταφθάνει ο Κωστής ο Καβαλλιέρος με το τουμπάκι, οπόταν πιάνει ο παπά Λευτέρης τη τσαμπούνα. Ο παπα-Λευτέρης, μιά κλασσική περίπτωση ιερέα των νησιών του Αιγαίου όπου συμπυκνώνει κατά τον καλύτερο τρόπο την θρησκευτική συνείδηση  και την λαική παραδοση, είναι ένας εξαίρετος τσαμπουνιέρης που πάντα ξεσηκώνει τον κόσμο για χορό. Οι Τζιώτες όπως και οι Κύθνιοι είναι δεινοί χορευτές. Ο Μπάλλος τους είναι ο καλύτερος στο Αιγαίο, γιατί δεν  τον χορεύουν  αντικριστά όπως παντού, αλλά  “δεμένοι”, με τα χέρια πιασμένα, κάνοντας μοναδικές φιγούρες.

Οι χορευτές ήσαν πολλοί. Η αφεντιά μου ξεχώρισε τον Τάσο Σαϊτη και την Ιωάννα Σέρου που μου έδωσαν την δυνατότητα να πάρω όμορφες φωτογραφίες και να αποθανατίσω έτσι την χάρη τους και την δεξιότητά τους. Το γλέντι με το φαγοπότι συνέχισε μέχρι το σούρουπο.

Είχε δύσει ο ήλιος όταν ήλθε μιά βάρκα να μας πάρει και καθώς σαλπάραμε, διασχίζοντας τα ήρεμα νερά πάνω από τον βυθισμένο αρχαίο λιμενοβραχίονα, αναλογίστηκα ότι απ’ αυτά τα νερά ξεκίνησαν πριν 2500 χρόνια οι Κείοι με τις τριήρεις τους, να παν να ναυμαχήσουν στο Αρτεμίσιο και την Σαλαμίνα. Και ότι αυτός ο τόπος συνέχιζε, κάτω από άλλες συνθήκες, να ζει, να ελπίζει και να ονειρεύεται.


Μαΐου 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  

cover4.gif

paros-cover.gif